Η Ελληνική “κρίση” του 2012- ένα τέχνασμα εξωγενών οικονομικο-πολιτικών συμφερόντων με την συμβολή ενδογενών αρπακτικών του Ελληνικού Κατεστημένου (Μέρος Β’)

(το κείμενο αυτό το αφιερώνω σε όλους εκείνους τους πρώην μαθητές μου και μαθήτριές μου που τελικά επέλεξαν την “μετριότητα” και την “εικονική πραγματικότητα” για χάρη της κοινωνίας τους, των οικογενειών τους και της “επιβίωσής” τους)

Η  δεκαετία του 1970, με ένα ισχυρό προεδρικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα  και με όλα τα εκλεγμένα πολιτικά κόμματα να  συμμετέχουν ισότιμα και ελεύθερα στις  νομοθετικές διαδικασίες του Ελληνικού Κοινοβουλίου, επέφερε μια σχετική ομαλότητα  στην Ελληνική Κοινωνία που απέδωσε καρπούς. Σημειώθηκε οικονομική ανάπτυξη, περισσότερα θεσμικά μέσα και προστασίες για μια πιο ελεύθερη πολιτική και πολιτισμική έκφραση των Ελλήνων Πολιτών, μια  καλύτερη οργάνωση των εργαζομένων όλων των κλάδων για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους, και τελικά και πιο σημαντικά, για μια ακόμη φορά, υπήρξε μια  σημαντική άνοδος των δημοκρατικών και αριστερών πολιτικών δυνάμεων στην χώρα. Η  τελευταία αυτή κοινωνικο-πολιτική εξέλιξη είχε επιτευχθεί  λόγω της πιο διαδεδομένης παιδείας  σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους τομείς, και λόγω μιας  πιο οργανωμένης και συγκροτημένης πολιτικής συνείδησης μέσω των πολιτικών κομμάτων, του ελεύθερου τύπου και της ανάπτυξης εκδοτικών  οίκων όλων των αποχρώσεων γνώσης και ιδεολογιών. Αυτές οι δημοκρατικές και αριστερές κοινωνικο-πολιτικές  δυνάμεις της χώρας “ακόμη μια φορά”, αλλά και με πιο έντονο και πραγματιστικό λόγο, διεκδικούσαν πλέον, “εδώ και τώρα”, ένα  “σύγχρονο” και  πραγματικά  “πλουραλιστικό”  κράτος που θα εξυπηρετούσε και θα προστάτευε τα συμφέροντα και τις καθημερινές ανάγκες όλων των πολιτών,  με κριτήρια  ενός σύγχρονου  έθνους-κράτους, όπως  αυτά που δέσποζαν στις ανεπτυγμένες χώρες της  Δύσης.

Αυτή η ιστορική κοινωνικο-πολιτική και πολιτισμική εξέλιξη των Ελλήνων  γενικότερα, ιδιαίτερα μετά την πολιτική προσέγγιση και τελικά  ένταξη της  Ελλάδας στην  Ευρωπαϊκή Κοινότητα  το 1980, έφερε σε φοβερή  δυσκολία τους

επεκτατικούς προγραμματισμούς των παγκοσμίων χρηματοπιστωτικών οργανισμών σε σχέση με την  Ελλάδα, που πάντα ήταν ένα ευάλωτο κράτος ή ένας ευάλωτος κρατικός μηχανισμός, μια ευάλωτη κοινωνία  πολιτικά και οικονομικά, και η απομόνωση της χώρας γεωπολιτικά αλλά και πολιτισμικά. Μέσα από την φυσιολογική αυτή εξέλιξη της  Ελληνικής Κοινωνίας, έπρεπε να βρεθεί μια πολιτική συνταγή και ένα  πολιτικό πρόσωπο που θα εκπλήρωναν τις επεκτατικές επιδιώξεις των ξένων συμφερόντων στην Ελλάδα. Όμως  αυτή την φορά, η όλη πολιτική διαδικασία και στρατηγική τους θα  λάμβανε υπόψη όχι μόνο το υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης και κοινωνικο-πολιτικής συνείδησης του μέσου Έλληνα Πολίτη, αλλά επίσης θα έπρεπε αυτή η ιστορική και πολιτισμική τεχνητή διαστρέβλωση  να γίνει αποδεκτή “ασυναίσθητα” και σε “μόνιμη βάση” από την πλειονότητα της  Ελληνικής Κοινωνίας. Μια ολόκληρη κοινωνία  που θα οικειοποιείται με κάτι που φαντάζει πραγματικό αλλά  που στην ουσία δεν θα  ισχύει, δηλαδή αποδεχόμενη μια “εικονική πραγματικότητα” των προσώπων, των γεγονότων και των πράξεων, εφόσον η ανθρώπινη κρίση, η  ανθρώπινη πρωτοβουλία  και η ανθρώπινη κοινωνική συνείδηση θα έχουν πλέον αποδυναμωθεί. Τον ρόλο αυτό του “σύγχρονου” και  “εκλεπτυσμένου” μεσάζοντα αποφασίστηκε  να τον αναλάβει ο Ανδρέας Παπανδρέου, με πολιτικό του εργαλείο το πολιτικό κόμμα που ίδρυσε το 1974, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ.

Τα ξένα οικονομικά  συμφέροντα που είχαν επενδύσει πολύ χρόνο και πολύ υλικό(πολιτικές  συνωμοσίες, πολιτικές  και στρατιωτικές συμμαχίες, εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, στρατιωτικό εξοπλισμό, οικονομικά μέσα)  για πολλά χρόνια,  ώστε να μπορούν να ελέγχουν την  Ελληνική  Επικράτεια  και τους πολίτες της, έπρεπε  να διαλέξουν ένα πολιτικό πρόσωπο που θα λειτουργούσε όχι μόνο σαν “έμπιστος μεσάζοντας” αλλά και σαν “πολιτικός ταχυδακτυλουργός”. Θα ήταν ένα έμπειρο  και μορφωμένο πολιτικό πρόσωπο που  θα γνώριζε  άριστα  την ψυχοσύνθεση του μέσου  Έλληνα  Πολίτη, θα είχε πρόσβαση σε μέρος του  Ελληνικού Πολιτικού  Κατεστημένου και της  Λαϊκής  Βάσης, αλλά πιο σημαντικά, θα πρόβαλλε προς τα έξω μια  “εικόνα” του δυναμικού και συνειδητοποιημένου “αντί εξουσιαστή”  και  “σοσιαλιστή” που  υπεράσπιζε την πολιτική ανεξαρτησία, την οικονομική αυτοδιάθεση  και την κοινωνική πρόοδο όλων των Ελλήνων Πολιτών, ειδικά των μη προνομιούχων. Το πώς θα  χρησιμοποιούσε όλα αυτά τα ανθρώπινα και πολιτικά συστατικά, ο ίδιος ο χρόνος  και οι ιστορικές  εξελίξεις θα το αναδείξουν ξεκάθαρα, και η ολοκλήρωση του πολιτικού του έργου χρόνια μετά τον θάνατό του, θα  φέρει τελικά  την  “εφιαλτική εποχή”  που βιώνει σήμερα ο  Ελληνικός  Λαός και το  Ελληνικό  Έθνος.

Η ιδιότητα του “ταχυδακτυλουργού” σε όλη την πολιτική πορεία του  Ανδρέα  Παπανδρέου  διέκρινε την προσωπικότητά του, όχι μόνο όσον αφορά την επαγγελματική και πολιτική του  επιβίωση, αλλά  επίσης διότι αυτή την ιδιότητα την χρησιμοποίησε με άψογη μαεστρία(χαρισματικός, εύγλωττος, άμεσος)  για να επιβληθεί στο πλατύ  Ελληνικό Κοινό και σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής των Ελλήνων από την στιγμή που  εκλέγεται Πρωθυπουργός  το 1981 με το κόμμα του  το  ΠΑΣΟΚ, και διαθέτοντας  την απόλυτη πλειοψηφία στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Το “χάρισμα” του “ταχυδακτυλουργού” το ανακαλύπτουμε από τα μαθητικά χρόνια του Ανδρέα  Παπανδρέου, όταν 15 χρονών μαζί με 3 συμμαθητές του στο ιδιωτικό Κολέγιο  Αθηνών θα εκδώσει το  Μαρξιστικό περιοδικό “Ξεκίνημα”, ενώ στα φοιτητικά του χρόνια, στα τέλη  της δεκαετίας  του 30, θα ανήκει σε Τροτσκιστική  πολιτική οργάνωση. Δεν κατάφερε να τελειώσει το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών γιατί η τότε Φασιστική Ελληνική Κυβέρνηση του  Μεταξά  τον συνέλαβε και τον φυλάκισε  σαν “επικίνδυνο αριστερό ακτιβιστή”, αλλά με την βοήθεια του πατέρα του και παλιού πολιτικού, του Γεωργίου  Παπανδρέου, του δόθηκε η άδεια να φύγει  για τις  Ηνωμένες  Πολιτείες. Το 1943, ο  Ανδρέας  Παπανδρέου λαμβάνει το Doctorat του  στα  Οικονομικά  από το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο Harvard  και  επίσης  συμμετέχει στο Πολεμικό Ναυτικό της  Αμερικής κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, προσφέροντας του έτσι και την Αμερικανική Υπηκοότητα.

Για μένα  προσωπικά  το μεγάλο ερωτηματικό, και έχοντας ζήσει σημαντικό μέρος της ζωής μου στην Βόρειο Αμερική είναι, πως  ένας “δεδηλωμένος”  Μαρξιστής, είχε τόση μεγάλη εύνοια από τις  Αμερικανικές  Αρχές  και  το  Αμερικάνικο Ακαδημαϊκό Κατεστημένο;;; Ενώ  αυτή η ερώτηση γίνεται ακόμη πιο έγκυρη  όταν βλέπουμε στις δεκαετίες του 40 και 50, τον  Ανδρέα Παπανδρέου να διορίζεται καθηγητής σε μεγάλα και καταξιωμένα Αμερικάνικα πανεπιστήμια όπως το  Πανεπιστήμιο του Harvard, το  Πανεπιστήμιο της   Minnesota  και το  Πανεπιστήμιο της  California. Εκείνη την εποχή, στις  Ηνωμένες  Πολιτείες υπήρχαν έντονοι πολιτικοί διωγμοί  όλων εκείνων των πολιτών που  εκφράζανε αριστερές  ιδεολογικές προτιμήσεις ή θέσεις, ιδιαίτερα στον κλάδο της τέχνης και στον ακαδημαϊκό  χώρο. Πως πραγματικά κατάφερε ο  Ανδρέας Παπανδρέου να γίνει τόσο εύκολα αποδεκτός από την Αμερικανική Κυβέρνηση και από το  Αμερικανικό Ακαδημαϊκό Κατεστημένο, όταν αυτοί οι θεσμοί θεωρούσαν τον  Κομμουνισμό  σαν την Μεγάλη    Απειλή  και τον Μεγάλο Εχθρό της  Αμερικής;;;

Ένα  ακόμη “ιδεολογικό  κόλλημα” όσον αφορά την πολιτική πορεία  του  Ανδρέα  Παπανδρέου  σαν “οπαδός”  του  Σοσιαλισμού, και παρά το γεγονός ότι ο  πατέρας του, ο  Γεώργιος   Παπανδρέου, που τότε διατελούσε πρόεδρος της Ένωσης  Κέντρου και που ήταν και η αντιπολίτευση σε μια συντηρητική Ελληνική κυβέρνηση(το κόμμα στήριζε μια φιλολαϊκή πολιτική με αριστερές αποχρώσεις), βλέπουμε τον Ανδρέα  Παπανδρέου να επιστρέφει στην Ελλάδα το 1961, με προσωπική πρόσκληση του τότε συντηρητικού πρωθυπουργού, του  Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος και του ανέθεσε νευραλγικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό που αφορούσαν τον οικονομικό  προγραμματισμό της χώρας. Ο Ανδρέας  Παπανδρέου ανέλαβε την θέση του διευθυντού  στο νεοσύστατο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών  Ερευνών(ΚΕΠΕ), κρατικός  φορέας που  για πρώτη φορά θα χάραζε τις κατευθυντήριες γραμμές για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, ενώ επίσης διορίστηκε και Οικονομικός  Σύμβουλος της  Τράπεζας της Ελλάδας. Και εδώ πάλι  αναρωτιέμαι, πως  είναι δυνατόν ένας  συντηρητικός  πρωθυπουργός να προσφέρει σημαντικά  θεσμικά  προνόμια σε ένα  αποκαλούμενο Σοσιαλιστή, του οποίου ο πατέρας του ηγείται ένα πολιτικό κόμμα(Ένωση  Κέντρου)  που βρίσκεται  στην αντιπολίτευση και που αντανακλούσε σημαντικές ιδεολογικές διαφορές  σε σχέση με την συντηρητική κυβέρνηση του  Κωνσταντίνου Καραμανλή;; Η  απάντηση  είναι πολύ απλή  όσον αφορά τον “πολιτικό ταχυδακτυλουργό” Ανδρέα  Παπανδρέου. Στην  Αμερική ο ίδιος σαν καθηγητής και θεωρητικός οικονομικών θεμάτων  πάντα υποστήριζε και είχε ενταχθεί στο πλειοψηφικό ρεύμα  της αμερικανικής οικονομικής σκέψης της εποχής, που συνοπτικά βασιζόταν στην οικονομική ανάπτυξη με βάση τις ανάγκες  του Παγκόσμιου  Αμερικανικού Καπιταλισμού, δηλαδή οικονομικά μέτρα για την αύξηση του μέσου εισοδήματος μέσω της αύξησης της παραγωγής, πάντα με στόχο την μεγαλύτερη κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών. Επίσης το  1944,  ο  Ανδρέας  Παπανδρέου που τότε ήταν 25  χρονών αλλά και αναπληρωτής καθηγητής(associate professor) στο  Πανεπιστήμιο του  Harvard, αποτέλεσε  ένα από τα 5 μέλη  της  Ελληνικής  Αντιπροσωπίας  στην  Παγκόσμια  Διάσκεψη του  Bretton  Woods  που θα σχεδίαζε τις δομές και τις ισορροπίες του “παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος” και που θα  ίσχυαν   μέχρι τις πετρελαϊκές  κρίσεις της δεκαετίας του  70.

Ακόμη όμως, και πιο αποκαλυπτικό για τους πολιτικούς και ιδεολογικούς  “ελιγμούς” του  Ανδρέα  Παπανδρέου είναι το γεγονός ότι εκλέγεται βουλευτής   για  πρώτη φορά το 1964 με την  Ένωση Κέντρου, το κόμμα του πατέρα του, και μετέχει στην κυβέρνηση του πατέρα του  σαν Υπουργός Προεδρίας  και αργότερα σαν αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού. Στην ουσία, ο Ανδρέας  Παπανδρέου λειτούργησε σαν το δεξί  χέρι του πατέρα του και ήταν δεύτερος  στην ιεραρχία πολιτικής ισχύς. Παρ’ όλα   αυτά,  και μέσα στο κόμμα  που  τον ανέδειξε  σε ισχυρό πολιτικό πρόσωπο, το 1965 ο  Ανδρέας  Παπανδρέου ήρθε σε μετωπική  σύγκρουση με τον πατέρα του  και προσπάθησε να τον ανατρέψει, έχοντας την υποστήριξη τμήματος των  Ενόπλων  Δυνάμεων και  κάποιους βουλευτές. Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι αυτή η πραξικοπηματική ενέργεια του  Ανδρέα  Παπανδρέου  είχε σχέση με την “εθνική  στάση” που είχε  υιοθετήσει ο  Γεώργιος  Παπανδρέου σαν  πρωθυπουργός της  Ελλάδας, αντικρούοντας  επίσημα  την  διαρκώς αυξανόμενη επιρροή της κυβέρνησης των  Ηνωμένων  Πολιτειών  στα εσωτερικά της χώρας, όπως επίσης  είχε σχέση με την υπεράσπιση της πολιτικής αυτονομίας και της εδαφικής ακεραιότητας της  Κύπρου  με πρόεδρό της τον  Αρχιεπίσκοπο  Μακάριο.

Όπως  λοιπόν  παρατηρούμε ξεκάθαρα, ο  “δήθεν”  Σοσιαλιστής  και ο “δήθεν”  πατριώτης,  στήριζε σταθερά τις πολιτικές  συντεταγμένες και τις πολιτικές επιδιώξεις των  Αμερικανών και φυσικά των διεθνών χρηματοπιστωτικών  οργανισμών  σε σχέση με την χώρα μας. Για να κάνω την θέση μου πιο σαφή , θα αναφέρω ένα πραγματικό συμβάν  όσον αφορά  την πολιτική άνοδο του Ανδρέα  Παπανδρέου στην  Ελλάδα. Όταν  ο  Ανδρέας  Παπανδρέου εντάχθηκε σαν μέλος της Ένωσης Κέντρου το 1961,πολλά από τα παλιά στελέχη αυτού του κόμματος, ιδιαίτερα οι  Βενιζελικοί, τον κατηγόρησαν ότι  ήταν ένας  “αλεξιπτωτιστής”  της πολιτικής, εφόσον δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πως κάποιος που είχε εμφανισθεί σχεδόν από το πουθενά, μέσα σ’ ένα  πολύ μικρό χρονικό διάστημα  είχε εξελιχθεί σε ένα από τους πιο αναγνωρίσιμους και τους πιο δημοφιλής Έλληνες Πολιτικούς, λειτουργώντας με μεγάλη αυτοπεποίθηση αλλά και αυταρχισμό. Νομίζω ότι όλα αυτά τα πολιτικά και ιστορικά συμβάντα  δεν ήταν καθόλου τυχαία- είχαν προγραμματιστεί έτσι ώστε  ο  Ανδρέας  Παπανδρέου στο μέλλον να γίνει  “πρωθυπουργός”  της  Ελλάδας  και ο απόλυτος  “φεουδάρχης” (αναχρονιστική Ελληνική πολιτική κουλτούρα) σε όλη την  Ελληνική  Επικράτεια. Όμως, ένας  Έλληνας  “φεουδάρχης”  που μόνιμα θα έπρεπε να δίνει τα διαπιστευτήριά του στις ηγεσίες μιας  παγκόσμιας  αυτοκρατορίας(διεθνείς  χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί) και φυσικά να υπακούει πιστά  στις  οδηγίες τους.

Όπως  ήδη έχουμε  αναφέρει, η  πολιτική στρατηγική  και  κατ’ επέκταση  η  οικονομική  στρατηγική των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών  συμφερόντων για την  Ελλάδα  είχαν από την εποχή  της  ίδρυσής της  το  1830, τρεις  συγκεκριμένες προσδοκίες ή επιδιώξεις. Η  πρώτη  ήταν το   ευάλωτο κράτος  ή ένα  ευάλωτο κρατικό μηχανισμό, η δεύτερη ήταν μια ευάλωτη κοινωνία πολιτικά και οικονομικά, και η τρίτη  επιδίωξη  ήταν η απομόνωση της χώρας  γεωπολιτικά  και πολιτισμικά, ιδιαίτερα όσον  αφορά  την  Δύση και τις  ανεπτυγμένες  χώρες  της  Δύσης. Αυτές τις  στρατηγικές και επιδιώξεις  των ξένων έπρεπε τώρα να εφαρμόσει ο  Ανδρέας  Παπανδρέου στην  Ελλάδα, πάντα λαμβάνοντας υπόψη τις  συγκεκριμένες  πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές  και  πολιτισμικές  συγκυρίες  της  εποχής. Σαν  πρωθυπουργός  της  Ελλάδας  μετά το  1981, και με το πολιτικό του κόμμα(ΠΑΣΟΚ) να διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία σε έδρες στο  Ελληνικό Κοινοβούλιο, ο  Ανδρέας  Παπανδρέου σαν καλός  “πολιτικός  ταχυδακτυλουργός”, είχε καταφέρει με την  “αριστερή”  και  “εθνοκεντρική”  πολιτική ρητορική του να προσεγγίσει πολλούς  από τους  ενταγμένους  δημοκρατικούς και αριστερούς ψηφοφόρους, αποδυναμώνοντας  έτσι  τα  “προοδευτικά”  κεντροαριστερά  και αριστερά  πολιτικά κόμματα  που θα  του δημιουργούσαν πολλά  ιδεολογικά  εμπόδια στην  “ξενόφερτη πολιτική” του  σαν αντιπολίτευση, μέσα και έξω από το  Ελληνικό Κοινοβούλιο. Τα  πολιτικά  συνθήματα  του  ΠΑΣΟΚ  από την  ίδρυσή του  το 1974, όπως  “Εθνική  Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική  Απελευθέρωση”, όπως και του ίδιου του  Ανδρέα  Παπανδρέου όταν για παράδειγμα  το 1974  στο  Ελληνικό  Κοινοβούλιο, εκφώνησε δυναμικά και προκλητικά  στον τότε συντηρητικό πρωθυπουργό της  Ελλάδας, τον  Κωνσταντίνο Καραμανλή, ότι “η  Ελλάδα ανήκει στους  Έλληνες  και όχι στην  Δύση”, έφεραν κοντά  στον ίδιο και στο πολιτικό του κίνημα  ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που στο παρελθόν δεν είχαν κοινές πολιτικές πεποιθήσεις ή στρατηγικές για το μέλλον  της χώρας. Τα  περισσότερα  από αυτά  τα πολιτικά  συνθήματα  προερχόμενα  επίσημα  από  το  ΠΑΣΟΚ  και ανεπίσημα  από τον ίδιο τον  Ανδρέα  Παπανδρέου,  ήταν “άνευ ουσίας”  και  “άνευ  περιεχομένου”  σαν  πραγματικές  και πραγματιστικές  κατευθυντήριες  γραμμές για την  εξέλιξη  της  Ελληνικής  Κοινωνίας-ήταν  απλά  “ευχολόγια” και “εντυπωσιακές ατάκες” που συμβαδίζουν απόλυτα  με την  ψυχοσύνθεση  του μέσου  Έλληνα  Πολίτη  που δεν του  αρέσει  να προβληματίζεται και να κρίνει  υπεύθυνα  και διαλεκτικά σοβαρά  θέματα. Όπως  όλοι θα πρέπει να γνωρίζουμε, ο  μέσος  Έλληνας  λατρεύει  τα  “μεγάλα  λόγια”,  που τελικά  είναι και εκείνοι οι κώδικες  που διαμορφώνουν και καθορίζουν την καθημερινή επικοινωνιακή και κοινωνική του συμπεριφορά, σίγουρα δεν είναι τα  “μεγάλα έργα”. Είναι τα  καθημερινά  επικοινωνιακά συνθήματα  όπως  “είμαι μια χαρά”, “την βρίσκω”, “σε λατρεύω”, “τέλεια”, “τα έδωσα  όλα”, “ποτέ δεν θα σε ξεχάσω”, “δεν το άξιζα”,  και  τις τόσες  άλλες  καθημερινές μπούρδες  ή όπως  λέει  και ένα διάσημο λαϊκό τραγούδι, “Τα  ψεύτικα  τα λόγια  τα  μεγάλα, μου τα πες με το πρώτο μου  το γάλα”!!! Λοιπόν, το σύνθημα  ή τα συνθήματα  της “αλλαγής”, μιας  “θεωρητικά”  πραγματικής κοινωνικής αλλαγής, όπως και το τρίπτυχο “Εθνική  Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική Απελευθέρωση”  που  θεσπίστηκε  στο πολιτικό  μανιφέστο του  ΠΑΣΟΚ  το 1974, με την πέραση  του  χρόνου  και με τις οδηγίες εξωγενών  πολιτικών  και οικονομικών παραγόντων  κατέληξαν στο πολύ απλό και απλοϊκό λαϊκό ρητό, “ό,τι  φάμε, ό,τι  πιούμε  και ό,τι  αρπάξει  ο κώλος μας”. Μια  κοινωνική  συνταγή που  σύντομα  την υιοθέτησαν οι περισσότεροι  Έλληνες  Πολίτες  και που σήμερα  την πληρώνουν  πολύ, μα πολύ ακριβά!!!

Όπως  λοιπόν  διαπιστώνουμε, ο  Ανδρέας  Παπανδρέου με το πολιτικό του  κόμμα, το  ΠΑΣΟΚ, επιδίωξε  να ελέγξει και μετά να  καθοδηγήσει  τις  ψυχές και τις συνειδήσεις  των  Ελλήνων Πολιτών, και το κατάφερε  χρησιμοποιώντας  διάφορες στρατηγικές  που θα του  έδιναν τελικά  την απόλυτη κυριαρχία  σε όλους  τους τομείς  της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής  και πολιτισμικής ζωής της  χώρας- πολλές φορές  επιλέγοντας  μη-δημοκρατικές  και  αυταρχικές  μεθόδους. Η  συνταγή  “κλειδί”  γι’ αυτόν  τον απόλυτο έλεγχο από τον Ανδρέα  Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ  και τα ηγετικά του στελέχη(υπουργοί, βουλευτές, γενικοί γραμματείς, διοικητές και διευθυντές τραπεζών, συνδικαλιστές, πρυτάνεις και καθηγητές πανεπιστημίων, αξιωματικοί  των  Ενόπλων  Δυνάμεων, κλπ.) , ήταν να μετατρέψουν το  Ελληνικό Κράτος  σε  ένα  απέραντο “πελατειακό συγκρότημα” και τους πολίτες του  σε  “πιστούς  πελάτες”,  είτε  αυτοί ήταν επιχειρηματίες, δικαστικοί και στρατιωτικοί, είτε  ήταν ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες, συνδικαλιστές, επικεφαλείς  της δημόσιας  διοίκησης και των κρατικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα όσον  αφορά  τους  διαχειριστές  των κρατικών μέσων  ενημέρωσης, αναψυχής και πολιτισμού. Πελατειακή σχέση σημαίνει ότι ο όποιος  Έλληνας Πολίτης που ακολουθεί  “πιστά”  και  “τυφλά”  τις κατευθυντήριες  γραμμές της  κρατικής εξουσίας  και του πολιτικού  κόμματος που την στηρίζει, θα  μπορεί να  πραγματοποιεί το ζητούμενο των προσωπικών του  “εικονικών”  ή  “μη-εικονικών”  αναγκών. Το ζητούμενο μπορεί να είναι μια  θέση στο δημόσιο ή  σε μια κρατική  επιχείρηση με υπέρογκες  απολαβές και προνόμια  ή μπορεί να είναι ο  εύκολος  πλουτισμός  ενός  “δήθεν”  επιχειρηματία που αναλαμβάνει κρατικά έργα , ενώ παράλληλα διευθύνει  “ιδιωτικά” μέσα  ενημέρωσης  και αναψυχής που χρηματίζονται έμμεσα από κρατικά κονδύλια(κρατικές διαφημίσεις) ή στηρίζονται άμεσα  με κρατικά προνόμια και  υπεξαιρέσεις.

Όπως  έχουμε ήδη επισημάνει, στην διάρκεια της δεκαετίας του 70, ο  Ανδρέας  Παπανδρέου με τα  πολιτικά του συνθήματα  και με τις δυναμικές  και μαζικές κινητοποιήσεις  του κόμματός του, μέσα από τις καλά οργανωμένες  τοπικές του οργανώσεις σε όλη την Ελληνική Επικράτεια, κατόρθωσε να κατακερματίσει σταδιακά τις πολιτικές δυνάμεις των άλλων πολιτικών κομμάτων, “στοχεύοντας” ειδικά εκείνα τα πολιτικά κόμματα που ανήκαν ιδεολογικά  στην κεντρο-αριστερά  και στην αριστερά. Ο  Ανδρέας  Παπανδρέου όχι μόνο αποδυνάμωσε  την εκλογική βάση αυτών των “προοδευτικών” πολιτικών κομμάτων, αλλά ταυτόχρονα  προσέλκυσε  στο  πολιτικό του κόμμα και στο πολιτικό του κίνημα στελέχη αυτών των κομμάτων που κάλυπταν νευραλγικές  συντεχνιακές  θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, στον εργασιακό χώρο, στην παιδεία και στα μέσα ενημέρωσης. Ο  Ανδρέας Παπανδρέου γνώριζε καλά  την  ψυχοσύνθεση του “μέσου”  Έλληνα Πολίτη, και ήξερε ότι αυτός ο “μέσος”  Έλληνας Πολίτης  βίωνε  εδώ και πάρα πολλά  χρόνια την οικονομική ανέχεια,  ενώ οι πραγματικές του προσδοκίες ή τα όνειρά του  για κοινωνική πρόοδο, αφορούσαν σε γενικές γραμμές  περισσότερο τον ίδιο προσωπικά(ατομικισμός), δηλαδή πως θα μπορούσε ο ίδιος μια μέρα  να αποκτήσει περισσότερη αγοραστική δύναμη και περισσότερα υλικά αγαθά, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την ποιότητα ζωής του συνόλου της Ελληνικής Κοινωνίας που συμπεριλάμβανε και άλλες πτυχές του καθημερινού του βίου.

Πάνω σε αυτόν τον  “ατομικισμό”  και την “υλιστική προδιάθεση”  του μέσου  Έλληνα Πολίτη  επένδυσε η  πολιτική  στρατηγική του  Ανδρέα  Παπανδρέου, απλά εξαγοράζοντας  την ψυχή του, την  συνείδησή του  και την αξιοπρέπειά του  με  “μπόλικο” και  “άφθονο”  χρήμα που ο ίδιος ποτέ δεν το διέθετε και που ποτέ δεν το είχε  φανταστεί!! Έτσι με τον χρόνο, εξελίχθηκε σταδιακά  και μεθοδικά ένα  άπληστο, ακοινώνητο, ανταγωνιστικό, ανήθικο, επιδειξιμανή και άκρως καταναλωτικό “ανθρώπινο είδος” που  άνετα  θα θυσίαζε  “τους πάντες και τα πάντα” για ν’ αποκτήσει όσο περισσότερα περιουσιακά  στοιχεία  και υλικά  αγαθά, και έτσι να  “δοξαστεί”  από τους  “ημετέρους” του και το “κοντινό περιβάλλον” του σαν ένας πραγματικά πετυχημένος  Έλληνας Πολίτης  και ένας  αληθινός  “μάγκας”!!! Από τώρα  και στο εξής, το κάθε “ενεργό κοινωνικό άτομο” θα είχε την τιμή του, την τιμή του σε χρήμα και όχι σαν μια δημιουργική και έντιμη ανθρώπινη μονάδα. Θα  ήταν μια τιμή όπως το φακελάκι του γιατρού, το λάδωμα του πολιτικού, το ρουσφέτι του δημοσίου υπαλλήλου, η εξαγορά του δικαστικού, η χρηματική προσφορά στον ιερέα, το φιλοδώρημα στον εφοριακό, και

χιλιάδες άλλα τέτοια παραδείγματα που όλοι εμείς οι “έντιμοι” Έλληνες  Πολίτες τα θεωρούμε πλέον σαν “φυσικά”  και “φυσιολογικά”, ενώ πολλές φορές ακόμη και τα ζηλεύουμε(καπατσοσύνη)!!! Την  “σύγχρονη” κοινωνική μας στάση σαν Έλληνες  Πολίτες  να  θέλουμε  “να  Δοξαστούμε  γιατί  είμαστε πιο μάγκες από τους υπόλοιπους”  το χρωστάμε  σε  μεγάλο βαθμό στην πολιτική και στην ιδεολογία του  Ανδρέα  Παπανδρέου και  του κόμματός  του(ΠΑΣΟΚ), ένα ιστορικό γεγονός  που έχει πραγματικά  “στοιχειώσει” τις  ψυχές  και τις  σκέψεις  των περισσότερων  Ελλήνων Πολιτών σήμερα!!!

Ο  Ανδρέας  Παπανδρέου  διατέλεσε  Πρωθυπουργός  της  Ελλάδας  από τον  Οκτώβριο  του  1981  μέχρι  τον  Ιούλιο του  1989, και από τον Οκτώβριο του  1993  μέχρι τον  Ιανουάριο του  1996, και  πέθανε  στις  23ης   Ιουνίου  του  1996, σε ηλικία  77  ετών.

Είναι ιστορικό γεγονός  ότι  από το 1981  μέχρι  το 1985 που ο  Ανδρέας  Παπανδρέου εκλέχτηκε για  δεύτερη φορά  Πρωθυπουργός της  Ελλάδας( με  46%  της  ψήφου και ακόμη μια φορά  διαθέτοντας με το  ΠΑΣΟΚ  την πλειοψηφία  στο Ελληνικό Κοινοβούλιο), υπήρξε οικονομική ευημερία  σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της Ελληνικής Κοινωνίας, ιδιαίτερα στα μεσαία  και  στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Με  μια  ισχυρή  και  σταδιακά  παντοδύναμη  κυβέρνηση του  ΠΑΣΟΚ, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες  “εικονικές”  οικονομικές προϋποθέσεις  και  “τεχνητές”  κοινωνικές  συγκυρίες  για  να  προωθηθεί μια  εντυπωσιακή  άνοδο της αγοραστικής  δύναμης  του  “μέσου”  Έλληνα  Πολίτη- της  τάξεως του 26%  στον δημόσιο τομέα , αλλά  αναγκαστικά και στον ιδιωτικό τομέα, λόγω  της  “τεχνητής”  ζήτησης και “τεχνητής”  προσφοράς  ανθρώπινου δυναμικού  σε μια  καλά  ελεγχόμενη  οικονομία από το κράτος(πελατειακό κράτος). Η  οικονομική  συνταγή  ήταν σε γενικές γραμμές πολύ απλή – η  ραγδαία ανάπτυξη και μεγέθυνση του δημόσιου τομέα  της χώρας, μέσα από χιλιάδες προσλήψεις σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες  όπως και μέσα από χιλιάδες  προσλήψεις σε  μεγάλες  “ιδιωτικές”  επιχειρήσεις που σταδιακά  κρατικοποιήθηκαν. Ιδιωτικές  επιχειρήσεις ισχυρών  Ελληνικών οικονομικών ομίλων και οικογενειών(τζάκια) όπως τα μεταλλεία  βωξίτη της  ΛΑΡΚΟ, την  βιομηχανία  στρατιωτικού υλικού της ΠΥΡΚΑΛ, τα  τσιμέντα  ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ, την  Ελληνική Χαλυβουργία, τα  ναυπηγεία  Σκαραμανγκά, τα υφαντουργία  της Πειραϊκής-Πατραϊκής, την πετρελαϊκή εταιρία ΕΣΣΟ-ΠΑΠΠΑΣ, και πολλές  άλλες  στρατηγικές “ιδιωτικές” επιχειρήσεις που αντιπροσώπευαν μεγάλο μέρος του βιομηχανικού δυναμικού της  χώρας. Όπως  με τις  δημόσιες υπηρεσίες έτσι και οι χιλιάδες υπάλληλοι αυτών των κρατικοποιημένων “ιδιωτικών”  επιχειρήσεων  με τον “νόμο”  απέκτησαν την “θεσμική” ιδιότητα  του δημόσιου υπαλλήλου, με τις  προβλεπόμενες ψηλές απολαβές και την “μονιμότητα” θέσης εργασίας. Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι από εκείνη την εποχή, ο  δημόσιος  τομέας της χώρας, ιδιαίτερα ο μη-παραγωγικός, να εμφανίζει μια συνεχή ανάπτυξη, ενώ ο ιδιωτικός τομέας να συρρικνώνεται σταθερά, ιδιαίτερα ο βιομηχανικός κλάδος. Σύντομα τα προϊόντα  των κρατικοποιημένων “ιδιωτικών” επιχειρήσεων έγιναν μη-ανταγωνιστικά  στην παγκόσμια αγορά  λόγω του υψηλού κόστους του εργατικού τους δυναμικού, επιβαρύνοντας έτσι τον προϋπολογισμό του κράτους για να  καλυφτούν τα   ελλείμματα τους, και “αναγκάζοντας” τον  Ανδρέα Παπανδρέου να  κάνει δύο διαδοχικές υποτιμήσεις της δραχμής, το 1983 και το 1985. Αυτές οι υποτιμήσεις της δραχμής  πραγματοποιήθηκαν  για να βοηθηθούν οι  εξαγωγές της χώρας, βελτιώνοντας “θεωρητικά” το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας(η αξία των εξαγωγών σε σχέση με την αξία των εισαγωγών). Μακροπρόθεσμα όμως αυτά τα “τεχνητά” οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης του  ΠΑΣΟΚ  δεν έφεραν θετικά αποτελέσματα για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, εφόσον ο “ταχυδακτυλουργός” Ανδρέας Παπανδρέου, με την αγοραστική δύναμη  του “μέσου”  Έλληνα  Πολίτη είχε  προωθήσει παράλληλα και την καταναλωτική  του διάθεση, ιδιαίτερα για  ξένα προϊόντα – ο ιδεατός τρόπος ζωής μέσα  από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης και αναψυχής. Με μια υποτιμημένη δραχμή, η αξία των εισαγόμενων  προϊόντων  αυξήθηκε, προκαλώντας σταδιακά  μια συνεχή  μεγέθυνση του ελλείμματος του “εμπορικού  ισοζυγίου” της χώρας(κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα) και φυσικά  ένα  “εγχώριο οικονομικό χρέος”  προς τους ξένους προμηθευτές  που πληρώνονταν με “ξένο σκληρό συνάλλαγμα” μέσω εσωτερικών  και εξωτερικών δανείων, το μεγαλύτερο μέρος  από “διεθνείς τράπεζες”  και  “διεθνείς χρηματοπιστωτικούς  οργανισμούς”!!!

Στην  δεκαετία  του 80, η  χρηματοδότηση  ενός  “υπερτροφικού”  δημόσιου  τομέα  προερχόταν σε μεγάλο βαθμό από  Ελληνικές  Τράπεζες(εσωτερικός δανεισμός)  που  ο  Ανδρέας  Παπανδρέου είχε  κρατικοποιήσει ή ήταν υπό κρατικό έλεγχο, ενώ οι  διοικήσεις τους  διοριζόντουσαν  από τον ίδιο τον  Ανδρέα  Παπανδρέου, ένα  κρίσιμο  καθεστώς  που  έκανε πιο εύκολη την  διατήρηση του  “εσωτερικού  δανεισμού”. Μετά το 1990, οι  Ελληνικές  Κυβερνήσεις  στράφηκαν μαζικά  σε ξένες  τράπεζες, μεγεθύνοντας έτσι το εξωτερικό χρέος  της  χώρας, ενώ ιδιωτικοποίησαν πολλές  Ελληνικές Κρατικές  Τράπεζες. Λοιπόν, μέχρι  το 1989, ο Ανδρέας Παπανδρέου  έλεγχε  άμεσα  το τραπεζικό σύστημα  της χώρας και χρησιμοποίησε αυτή την  “αναξιοκρατική” ιδιότητά του όχι μόνο για  να  καθορίζει την  χρηματοδότηση  του δημόσιου τομέα, αλλά και για  να ενισχύει οικονομικά  εκείνους  τους “δήθεν” Έλληνες επιχειρηματίες(λαμόγια)  που  στήριζαν  την μη-παραγωγική  και μη-αναπτυξιακή  οικονομική  πολιτική του. Η  νέα αυτή γενιά  των  Ελλήνων  “επιχειρηματιών”, δηλαδή η  πλειοψηφία των  Ελλήνων επιχειρηματιών που επένδυσαν στον “εύκολο”  και  “γρήγορο”  πλουτισμό ήταν οι κρατικοδίαιτοι οικονομικοί μεσάζοντες και κατασκευαστές, οι  “τοκογλύφοι” τραπεζίτες  και  οι  “κομπιναδόροι”  χρηματομεσίτες κρατικών κονδυλίων. Ένας από τους πολλούς  “αθέμιτους” τρόπους που ο  Ανδρέας Παπανδρέου και οι αξιωματούχοι της κυβέρνησής του στήριξαν οικονομικά τις Κρατικές Τράπεζες που βρισκόντουσαν κάτω από την εποπτεία τους  ήταν να  πραγματοποιούν κατά διαστήματα μεγάλες μεταβιβάσεις κεφαλαίων από τα  “αποθεματικά”  των διαφόρων  Κρατικών  Ασφαλιστικών  Ταμείων  όπως και των  Κρατικών Επιχειρήσεων  σε αυτές τις τράπεζες, με χαμηλότερο επιτόκιο από ότι  θα έπαιρναν  αυτοί οι κρατικοί οργανισμοί στις  Παγκόσμιες  Επενδυτικές και  Χρηματιστηριακές  Αγορές. Για παράδειγμα, τα  αποθέματα των Κρατικών  Ασφαλιστικών  Ταμείων που  είχαν  “επενδυθεί” σε  Κρατικές  Τράπεζες  ενίσχυαν αυτές τις τράπεζες,  όχι μόνο αυξάνοντας τα διαθέσιμα  κεφάλαιά τους  αλλά και μέσω των “τεχνητά” καθορισμένων  χαμηλών επιτοκίων  έβγαζαν μεγάλα κέρδη, αφού τα ίδια κεφάλαια τα δάνειζαν με ψηλότερα  επιτόκια, αυτά της  “ελεύθερης”  Τραπεζικής Αγοράς της χώρας.

Πολιτικοί, κυβερνητικοί αξιωματούχοι, τραπεζίτες, διευθυντές  Κρατικών  Ασφαλιστικών  Ταμείων , και πολλοί, πολλοί  άλλοι που συμμετείχαν “συνειδητά” και  “σκόπιμα” σε  αυτό το  “παράνομο”  και “ζημιογόνο”  τραπεζικό κόλπο του  Ανδρέα  Παπανδρέου και της κυβέρνησής του, θα  αφαιρούσαν σταδιακά  μεγάλο μέρος  των  “δεδουλευμένων”  ασφάλιστρων των Ελλήνων Εργαζομένων που πλήρωναν μια ζωή ολόκληρη για να εξασφαλίσουν  “ιατρική περίθαλψη” και μια  σύνταξη για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες στα γεράματά τους. Θα  πρέπει εδώ να  τονίσουμε ότι όλοι αυτοί οι πολιτικοί, οι κρατικοί προϊστάμενοι, οι τραπεζίτες, και όλοι οι άλλοι που συμμετείχαν σε  όλες αυτές τις  “παράνομες τραπεζικές διαδικασίες”, δεν το έπραξαν για την ψυχή τους ή για την πολιτική τους αφοσίωση στον  Ανδρέα Παπανδρέου και στο  πολιτικό του κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, το εκτέλεσαν γιατί μέσα από αυτές τις  “παράνομες τραπεζικές  συναλλαγές” ο κάθε ένας από αυτούς έτρωγε πάρα, μα πάρα πολλά λεφτά!!! Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, σημαντικό μέρος  αυτού του “μαύρου χρήματος” προερχόταν από την διαφορά τιμής  μεταξύ των “υποτιμημένων επιτοκίων” των  κρατικών αποθεμάτων που επενδύονταν σε Κρατικές  Τράπεζες και των πραγματικών επιτοκίων της εγχώριας “Ελεύθερης”  Τραπεζικής  Αγοράς που αυτές οι  Κρατικές  Τράπεζες  δάνειζαν στους  πελάτες τους. Το οικονομικό  σκάνδαλο με την  Τράπεζα  Κρήτης, δηλαδή το τραπεζικό σκάνδαλο Κοσκωτά  που  “έσυρε” το  1991 τον  Ανδρέα  Παπανδρέου  στο  εδώλιο του  Ειδικού  Δικαστηρίου της  Ελληνικής  Βουλής, ήταν παρά μόνο ένα μικρό φωτοαντίγραφο αυτών των “παράνομων τραπεζικών δοσοληψιών” όπου  εμπλέκονταν πολιτικοί, διοικητές  κρατικών τραπεζών, διοικητές κρατικών επιχειρήσεων, γενικοί γραμματείς  υπουργείων, και πολλοί, πολλοί άλλοι Έλληνες  “απατεώνες”. Η  βασική κατηγορία σε αυτή την υπόθεση ήταν ότι το 1988, ο  Ανδρέας  Παπανδρέου, δηλαδή ο τότε Έλληνας Πρωθυπουργός, με  πολιτικούς  αξιωματούχους, ανώτερους διευθυντές κρατικών επιχειρήσεων  και διοικητές κρατικών τραπεζών είχαν μεταβιβάσει μεγάλα χρηματικά αποθέματα κρατικών επιχειρήσεων στην  Τράπεζα  Κρήτης  όπου το επιτόκιο γι’ αυτά  τα κεφάλαια  είχε σχεδόν μηδενική αξία με βάση πολιτικών εντολών, επιφέροντας  έτσι στην συγκεκριμένη τράπεζα  κέρδος  της τάξης των 200 εκατομμυρίων δολαρίων,  ποσό  που  το  μοιράστηκαν  μεταξύ τους  οι  διάφοροι  “καλοθελητές”   στην υπόθεση. Το  1992, ο  Ανδρέας  Παπανδρέου  αθωώθηκε  από το  Ειδικό  Δικαστήριο της  Βουλής  με  7  ψήφους  υπέρ  και   6   κατά, γιατί ακόμη μια  φορά  στην  Ελληνική  Δικαιοσύνη  και  στο  Ελληνικό Πολιτικό  Σύστημα  επικράτησε  “ο νόμος της  Σιωπής” ή το “Ομερτά”,  όπως τον αποκαλούν η  Ιταλική  Μαφία  της  Σικελίας. Το οικονομικό  σκάνδαλο με την  Τράπεζα  Κρήτης ήταν παρά ένα πολύ μικρό δείγμα  των  εκατοντάδων και χιλιάδων οικονομικών  ατασθαλιών  που συντελούνται μέχρι και σήμερα , και αφορούν αποκλειστικά το Ελληνικό Πελατειακό  Κράτος. Ο  Ανδρέας Παπανδρέου, οι πολιτικοί του  “σύντροφοι” και οι  ξένοι  “μέντορές” του  είχαν  υλοποιήσει και θεμελιώσει  ένα  “τέλειο πελατειακό κράτος”  και  ένα  “τέλειο πελατειακό κρατικό μηχανισμό”  όπου το όλο πολιτικο-οικονομικό του σύστημα  είχε μετατρέψει σχεδόν  όλους τους  Έλληνες  Πολίτες  σε  “υποταγμένους  ομήρους”, δέσμιους  και δεσμευμένους  σε μια καλά  δομημένη “παράνομη”  και  “ιδιοτελή” κοινωνική  συμπεριφορά  με  καθημερινό τους σύνθημα  που ακόμη και σήμερα  πρεσβεύει στην  Ελληνική Κοινωνία  και που είναι, “Μπάτε σκύλοι αλέστε, και αλεστικά μην δώστε”!!!! Τα τελευταία  30 χρόνια, τα όποια άτομα που έχουν εμπλακεί σε εκατοντάδες  και χιλιάδες οικονομικά σκάνδαλα, και  που  έχουν άμεση σχέση με το  “πελατειακό” Ελληνικό Κράτος, σχεδόν ούτε  ένα  από αυτά  έχει μπει  φυλακή!!!

Το  πελατειακό κράτος που οικοδόμησε ο  Ανδρέας  Παπανδρέου με τις οδηγίες “ξένων  συμφερόντων” φρόντισε  να μην υπάρχει πραγματική αξιοκρατία, πραγματική δημιουργική και παραγωγική εργασία, πραγματική δικαιοσύνη, πραγματική οικονομική ανάπτυξη, πραγματική δημοκρατία, πραγματικός πολιτισμός και πραγματικό “κοινωνικό ήθος”!!! Τα βασικά κοινωνικά  κριτήρια σχεδόν για όλους τους  Έλληνες, από την εποχή του  Ανδρέα  Παπανδρέου μέχρι  και σήμερα, ήταν και είναι  να πουλάς “μούρη”  και  “μαγκιά”(το πρότυπο Αριστοτέλης  Ωνάσης), να πουλάς την ψυχή σου και τις σκέψεις σου  στην καλύτερη “ευκαιριακή τιμή”, και πάντα να έχεις γερές  γνωριμίες  με  κάποιους  που  διαθέτουν  πρόσβαση στον “πελατειακό μηχανισμό” του κράτους. Εδώ τελικά θα ήθελα να αναφέρω ένα οικονομικό στοιχείο  που  καταδεικνύει  την “τεχνητά” διαστρεβλωμένη αναπτυξιακή  πολιτική του  Ανδρέα  Παπανδρέου και της  “σοσιαλιστικής” κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Από το 1981 βλέπουμε μια αναστροφή της πορείας  ανάπτυξης της χώρας, εφόσον  το 1981 η  Ελλάδα είχε ένα κατά κεφαλή  Α.Ε.Π.(Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) της  τάξεως  του 70%  του μέσου όρου  της  Ευρωπαϊκής  Κοινότητας, ενώ το  1990  αυτό το ποσοστό είχε πέσει στο 60%, και αυτό λαμβάνοντας  πάντα υπόψη  ότι από το 1985 και μέχρι το 1989, η  Ελλάδα  εισέπραξε  δισεκατομμύρια  ευρώ  οικονομικής  βοήθειας από την  Ευρωπαϊκή  Ένωση  μέσα από τα  Μεσογειακά  Ολοκληρωμένα  Προγράμματα(Μ.Ο.Π.)  που  στήριζαν τις λιγότερο ανεπτυγμένες  περιοχές της Κοινότητας.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, από την εποχή  που εγκαθιδρύθηκε το “σύγχρονο”  Ελληνικό Κράτος(1830), οι επεκτατικές βλέψεις των “παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών οργανισμών” όσον αφορά τον Ελλαδικό γεωγραφικό χώρο βασιζόντουσαν σε 3 συγκεκριμένες στρατηγικές: ένα ευάλωτο κράτος ή ένα ευάλωτο κρατικό μηχανισμό, μια  ευάλωτη κοινωνία, πολιτικά και οικονομικά, και τελικά  την απομόνωση της χώρας  γεωπολιτικά  αλλά και πολιτισμικά, ιδιαίτερα σε σχέση με τα ανεπτυγμένα κράτη της  Δύσης. Σε κάθε ιστορική περίοδο, τα εργαλεία και οι συντελεστές  διαφοροποιούνταν λόγω των ειδικών παγκοσμίων και εσωτερικών πολιτικών και κοινωνικών συγκυριών, πάντα όμως παρέμεναν ακέραιοι και σταθεροί οι παράγοντες της “πολιτικής συνωμοσίας” και φυσικά της “εθνικής μειοδοσίας” από το μεγαλύτερο κομμάτι του Ελληνικού οικονομικο-πολιτικού Κατεστημένου. Φτάνοντας τώρα στην “μεγαλόπνοη εποχή” του Ανδρέα Παπανδρέου, δηλαδή στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, αυτές οι ξένες επεκτατικές στρατηγικές για την Ελλάδα έπρεπε να εφαρμοστούν με ένα πιο “εκλεπτυσμένο” και “σύγχρονο” τρόπο, υπολογίζοντας μια περισσότερο πολιτικά ώριμη και καλύτερα ενημερωμένη Ελληνική Κοινωνία, όπως  επίσης και την τελική  υλοποίηση ενός  μακρόπνοου  “συνωμοτικού  σχεδίου” που θα έφερνε την Ελλάδα  στο σημείο της “απόλυτης διάλυσης”!!! Μια  “τελική” και “ολοκληρωτική” οικονομική πτώχευση του  Ελληνικού Κράτους και της  Ελληνικής Κοινωνίας, που θα διέθετε σε αυτούς τους “παγκόσμιους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς” τα μέσα, τις  ευκαιρίες και τις δυνατότητες να ελέγξουν  απόλυτα  τους κοινωνικούς, πολιτικούς και οικονομικούς  συντελεστές της χώρας.

Από τις διάφορες πολιτικές και ιστορικές  μας αναφορές, διαπιστώσαμε ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου σαν Πρωθυπουργός  της Ελλάδας, αλλά  και νωρίτερα  σαν πρωταγωνιστής πολιτικός στην αντιπολίτευση, κατάφερε “σταδιακά” και “μεθοδικά” να  καταρτίσει ένα ευάλωτο κράτος ή ένα ευάλωτο κρατικό μηχανισμό, όπως και μια ευάλωτη κοινωνία πολιτικά και οικονομικά. Τώρα θα ανιχνεύσουμε πως αυτός ο “πολιτικός  ταχυδακτυλουργός” τελικά πέτυχε μέσα από την δήθεν “εθνοκεντρική” εθνική πολιτική του να  απομονώσει την χώρα του γεωπολιτικά και πολιτισμικά, ιδιαίτερα από τα ισχυρά και ανεπτυγμένα κράτη της Δύσης.

Πριν ακόμη γίνει Πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1981, ο Ανδρέας Παπανδρέου με το πολιτικό του κόμμα το ΠΑΣΟΚ στην αντιπολίτευση, εκπέμπανε πολιτικά συνθήματα προς τον Ελληνικό Λαό όπως “έξω από το ΝΑΤΟ, έξω από την Ε.Ο.Κ.!!!”, όπως  και “Ε.Ο.Κ. και  ΝΑΤΟ, το ίδιο Συνδικάτο!!!”. Αυτές οι “πολιτικές ατάκες” επιδίωκαν να  μεταφέρουν το μήνυμα  πως “ιδεολογικά”, στην “πολιτική  πλατφόρμα” του ΠΑΣΟΚ  η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα  ταυτιζόταν με το ΝΑΤΟ, εφόσον αντιπροσώπευαν  ένα  ενιαίο οικονομικο-πολιτικό επεκτατικό μέτωπο που δυνάστευε και εξουσίαζε με μη-δημοκρατικά μέσα τις  “τύχες των λαών”, ειδικά τις τύχες των λαών της Δύσης.

Αυτή την διάθεση απομόνωσης και δυσπιστίας σχετικά  με την Δύση,  ο  Ανδρέας  Παπανδρέου σαν Πρωθυπουργός την ενίσχυσε περαιτέρω με  διάφορες  “εσκεμμένες”  πολιτικές  κινήσεις, αν και τελικά σαν ένας καλός “ταχυδακτυλουργός” επέλεξε  να παραμείνει η Ελλάδα τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής  Κοινότητας(Ε.Ο.Κ)  και του  ΝΑΤΟ. Πρώτα απ’ όλα, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ  μπήκε σε διαπραγματεύσεις με τις  Ηνωμένες Πολιτείες  με θέμα  την απομάκρυνση των στρατιωτικών της βάσεων από τον Ελλαδικό χώρο, αλλά στην  συνέχεια ο  Ανδρέας Παπανδρέου

συμφώνησε  να  παραμείνουν οι πιο σημαντικές  Αμερικάνικες  στρατιωτικές βάσεις λόγω του “νευραλγικού” τους ρόλου στο αμυντικό δίκτυο του ΝΑΤΟ. Πριν γίνει ακόμη Πρωθυπουργός, ο  Ανδρέας Παπανδρέου είχε  συνάψει στενές  σχέσεις με  Άραβες πολιτικούς ηγέτες που  οι  Δυτικές  δυνάμεις τότε τους θεωρούσαν επικίνδυνους για τα οικονομικο-πολιτικά τους  συμφέροντα  στην  Ανατολική  Μεσόγειο και στην Μέση  Ανατολή- ηγέτες  όπως  τον  Μουάμαρ Καντάφι  της  Λιβύης, τον  Σαντάμ Χουσέιν  του  Ιράκ και τον  Γιασέρ Αραφάτ, αρχηγό των Παλαιστινίων. Επίσης, ο  Ανδρέας Παπανδρέου και η κυβέρνησή του στήριξαν τις “αντι-ιμπεριαλιστικές” πολιτικές θέσεις του  Κινήματος των Αδεσμεύτων Κρατών που ήταν “η προώθηση της ειρήνης και της ανάπτυξης για όλη την ανθρωπότητα” και “ο τερματισμός των πυρηνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων των Ηνωμένων  Πολιτειών και της  Σοβιετικής  Ένωσης” -στην ουσία όμως, βασικός στόχος της πολιτικής τους κριτικής ήταν η  επεκτατική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών διεθνώς.

Σχετικά τώρα με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη που την απάρτιζαν, ο Ανδρέας  Παπανδρέου πριν ακόμη αναλάβει τα καθήκοντα του Πρωθυπουργού το 1981, “έστησε”  όλες εκείνες  τις προϋποθέσεις  και τις πολιτικές  συγκυρίες  έτσι ώστε οι σχέσεις της Ελλάδας με τον συγκεκριμένο Οικονομικό Οργανισμό Ευρωπαϊκών Κρατών να είναι πάντα “αμφιλεγόμενες” και “ασταθείς”, και βεβαίως δεν θα πρέπει ν’ αγνοήσουμε  το γεγονός ότι η  Ευρωπαϊκή Κοινότητα  με την οικονομική δυναμική της αντιπροσώπευε το “αντίπαλο καπιταλιστικό δέος” των Ηνωμένων Πολιτειών στην  Δύση και στην παγκόσμια κοινότητα. Λοιπόν, όπως ο  Γιώργος  Παπανδρέου σαν Πρωθυπουργός  της  Ελλάδας(2009-2011) και ανοιχτά  “Αμερικανόφιλος”, έτσι και ο πατέρας του, ο Ανδρέας  Παπανδρέου, και αυτός επίσης  “Αμερικανόφιλος” αλλά παράλληλα και ένας “πολιτικός ταχυδακτυλουργός” με  πολλές “ιδεολογικές μάσκες”(καμουφλάροντας έτσι την  πραγματική του  πολιτική ιδιότητα), έκανε “ότι περνούσε από το  χέρι του” για να υπονομεύσει την οικονομική και πολιτική συγκρότηση και ισχύ  της Ευρωπαϊκής  Κοινότητας εσωτερικά αλλά και στο διεθνές πεδίο. Το  2010, ο  Γιώργος  Παπανδρέου σαν Πρωθυπουργός της  Ελλάδας, υπέγραψε μια συμφωνία χορήγησης ενός δανείου των 80 δισεκατομμυρίων ευρώ  από το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα  και τις χώρες μέλη της  Ζώνης του  Ευρώ. Το “προμελετημένο έγκλημα”  του  δεν  ήταν μόνο “εθνικό”, την στιγμή  που η  Ελλάδα παραιτήθηκε “αμετάκλητα και άνευ όρων από κάθε ασυλία που της παρείχε  η εθνική της κυριαρχία”  έναντι των δανειστών της, αλλά ήταν επίσης και ένα “συνωμοτικό” διεθνές πολιτικό  σχέδιο  κατά της ενιαίας και ανεξάρτητης οικονομικής ταυτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον  “για πρώτη φορά” επιτράπηκε “επίσημα” και “θεσμικά” στο  ΔΝΤ να κάνει παρεμβάσεις και να  “έχει λόγο” στα οικονομικά δρώμενα και στις οικονομικές εξελίξεις της  Ένωσης- ένας παγκόσμιος οικονομικός οργανισμός που ελέγχεται άμεσα  από Αμερικανικούς Οικονομικούς Ομίλους. Ένα χρόνο αργότερα, το 2011, ο ίδιος “διπολικός” Έλληνας  Πρωθυπουργός ανακοίνωσε  επίσημα την πρόθεσή του  για  έναρξη ενός δημοψηφίσματος που ουσιαστικά θα έθετε το ερώτημα στον Έλληνα ψηφοφόρο αν θα ήθελε  να παραμείνει στο νόμισμα  του  Ευρώ  με όλες τις δανειακές υποχρεώσεις του ή θα προτιμούσε να φύγει από το  Ευρώ και φυσικά  να μην παραμείνει μόνιμο μέλος της  Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η “σκόπιμη” και “αμφιλεγόμενη” πολιτική  κίνηση του Πρωθυπουργού, προκάλεσε οικονομική αναταραχή σε όλες τις παγκόσμιες αγορές, ειδικά στην Ευρωπαϊκή Οικονομική

Κοινότητα, εφόσον υπήρχε ένας διάχυτος φόβος πως μια πιθανή αποχώρηση της Ελλάδας από την Ζώνη του  Ευρώ με τα υπέρογκα χρέη της προς τους  δανειστές της, θα αποτελούσε το κίνητρο μιας γενικευμένης οικονομικής αστάθειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω των άλλων προβληματικών οικονομιών των χωρών μελών της. Τελικά, το δημοψήφισμα δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά “το κακό είχε γίνει” ακόμη μια φορά, βάζοντας την Ελλάδα “στο στόχαστρο” όλων των αγορών και της παγκόσμιας κοινότητας σαν “κεντρικός ταραχοποιός”, ιδιαίτερα  στο μέτρο που  αυτό  επηρέαζε αρνητικά την οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη της  Ευρωπαϊκής Ένωσης- πολύ σημαντικός παράγοντας στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές.

Ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής(1907-1998), υπήρξε η πιο σημαντική  προσωπικότητα της  μεταπολεμικής συντηρητικής  πολιτικής παράταξης, και με τον  Ανδρέα  Παπανδρέου(1919-1996) είναι αυτοί που διαμόρφωσαν την πολιτική φυσιογνωμία του “σύγχρονου” Ελληνικού Κράτους  μετά τον  Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Διατέλεσε Πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 1958 μέχρι το 1963, και από το 1974 μέχρι το 1980. Επίσης διατέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας από το 1980 μέχρι το 1985, και από το 1990 μέχρι το 1995. Παρά το γεγονός ότι το 1961 του είχε επιβληθεί από τις  Ηνωμένες Πολιτείες να  επαναπατριστεί ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Ελλάδα, αλλά  και να  του επιτραπεί να παίξει πρωταγωνιστικό  ρόλο στα πολιτικά και οικονομικά δρώμενα της χώρας, και επίσης παρά το γεγονός  ότι οι  Ηνωμένες Πολιτείες ελέγχοντας την πολιτική και στρατιωτική στρατηγική του ΝΑΤΟ, ανάγκασαν τον Κωνσταντίνο Γ. Καραμανλή το 1974 σαν Πρωθυπουργός της Ελλάδας, να μην ενισχύσει στρατιωτικά την άμυνα της Κύπρου μετά την δεύτερη στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας(Αττίλας ΙΙ) σε αυτό το “ανεξάρτητο κράτος”, καταλήγοντας στην “de facto” διχοτόμηση του νησιού, ο ίδιος  πάντα  υπήρξε  “φιλο-ευρωπαϊστής”  σε αντίθεση με τον πολύ καλά  καμουφλαρισμένο “φιλο-αμερικανισμό” του Ανδρέα Παπανδρέου. Ακριβώς αυτός είναι και ο βασικός λόγος που ο τελευταίος πολέμησε τόσο σθεναρά την “εθνική στρατηγική” και την “πολιτική οντότητα” του Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή- οι πολιτικές τους διαφορές στην ουσία δεν ήταν “ιδεολογικές”, αλλά πήγαζαν από τους διαφορετικούς “ξένους  προστάτες” που τους στήριζαν και τους καθοδηγούσαν!!!

Από την δεκαετία του 1930, οι “φιλελεύθερες  πολιτικές  παρατάξεις” της  Ελλάδας επεδίωκαν η χώρα  να συμπορευτεί οικονομικά, πολιτικά  και πολιτισμικά  με τα ανεπτυγμένα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Σαν συνέπεια, μετά από μακρές διαπραγματεύσεις  και με Πρωθυπουργό τον  Κωνσταντίνο Γ. Καραμανλή, το 1962 υπογράφηκε η  Συμφωνία  Σύνδεσης με την  Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καταρτίζοντας  την Ελλάδα σαν το πρώτο “συνδεδεμένο μέλος”  της  Ε.Ο.Κ . Τα οικονομικά  πλεονεκτήματα  ήταν πολλά, όπως η κατάργηση δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος των  Ελληνικών προϊόντων μέσα στην  Κοινότητα, αυτόματη κατάργηση των δασμών πάνω στα  κύρια  εξαγώγιμα  Ελληνικά προϊόντα, εναρμόνιση της  Αγροτικής Πολιτικής της Ελλάδας με την Κοινή  Αγροτική Πολιτική της  Κοινότητας και τελικά, σημαντική οικονομική βοήθεια “υπό μορφής” δανείων από την Ευρωπαϊκή  Τράπεζα  Επενδύσεων. Το  1963, ο  Κωνσταντίνος  Γ. Καραμανλής αν και αρχηγός ενός ισχυρού συντηρητικού πολιτικού κόμματος, την Ε.Ρ.Ε., δραπέτευσε  κρυφά από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι της  Γαλλίας, όπου και έζησε μέχρι την επιστροφή του  στην χώρα, τον Ιούλιο του 1974, με πρόσκληση μερικών συνταγματαρχών της Χούντας  που είχε  πολιτικά καταρρεύσει. Λέγετε ότι το 1963, ο Κωνσταντίνος  Γ. Καραμανλής εγκατέλειψε αιφνιδιαστικά και “με ψευδώνυμο” την  Ελλάδα, γιατί είχε πάρει την πληροφορία από τις  Ελληνικές  Μυστικές  Υπηρεσίες  ότι η  Βασίλισσα  Φρειδερίκη  είχε δώσει την εντολή να δολοφονηθεί. Το 1974, ο  Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής  ίδρυσε το συντηρητικό πολιτικό κόμμα της  Νέας Δημοκρατίας, με το οποίο και κέρδισε τις εθνικές εκλογές το 1974 και το 1977, υπηρετώντας  σαν  Πρωθυπουργός μέχρι το 1980. Εδώ θα ήθελα να αναφέρω το πραγματικό ιστορικό γεγονός  ότι τον Ιούλιο του 1974, όταν ο  Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής επέστρεψε στην  Αθήνα με πρόσκληση στελεχών της  Χούντας των  Ελλήνων  Συνταγματαρχών, το ταξίδι του από το  Παρίσι πραγματοποιήθηκε με το προεδρικό αεροπλάνο του Γάλλου  Προέδρου Valery Giscard d’Estaing, ο οποίος  και ήταν στενός προσωπικός του φίλος και η πολιτική προσωπικότητα που βοήθησε σε μεγάλο βαθμό την ένταξη της Ελλάδας σαν μόνιμο μέλος  της  Ευρωπαϊκής  Οικονομικής  Κοινότητας  το 1980. Ένα άλλο ιστορικό συμβάν που έφερε στην επιφάνεια την “μη τόσο θετική προσέγγιση” του Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή ως προς τα οικονομικο-πολιτικά  συμφέροντα   των  Ηνωμένων Πολιτειών  στην  Ανατολική Μεσόγειο και στην  Μέση Ανατολή  ήταν η προσωρινή αποχώρηση της  Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του  ΝΑΤΟ(1974-1980), ένα  “status quo” που ουσιαστικά   ανατράπηκε από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου όταν εκλέχτηκε Πρωθυπουργός το 1981, ενώ προεκλογικά εμφανιζόταν στο Ελληνικό Κοινό, ξανά και ξανά, σαν  “αυστηρός πολέμιος” των επεκτατικών τάσεων και  βλέψεων του  ΝΑΤΟ και φυσικά των  Ηνωμένων Πολιτειών.

Λοιπόν όπως παρατηρούμε, από την δεκαετία  του 60, υπήρχε  μια διάχυτη βούληση από την πλευρά του  Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή να προσεγγίσει και να ταυτίσει το μέλλον της  Ελλάδας, οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά  με αυτό των ανεπτυγμένων Δυτικών Κρατών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ενώ από την ίδρυση του  ΠΑΣΟΚ  το 1974, σαν πολιτικό κόμμα στην αντιπολίτευση, και το  1981  σαν κυβέρνηση, ο  Πρόεδρός του, ο Ανδρέας  Παπανδρέου  έκανε “ότι περνούσε από το χέρι του” για να υπονομεύσει και να απαξιώσει  αυτή την οικονομικο-πολιτική διασύνδεση της  Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή  Κοινότητα. Στην δεκαετία του 70 και προεκλογικά το 1981, το  ΠΑΣΟΚ  είχε χρησιμοποιήσει πολιτικά συνθήματα  όπως  “Ε.Ο.Κ.  και  ΝΑΤΟ, το ίδιο Συνδικάτο”, “έξω από το ΝΑΤΟ, έξω  από την Ε.Ο.Κ.” και “Ε.Ο.Κ., ο λάκκος των λεόντων”, μεγαλόστομα πολιτικά συνθήματα που πάντα εντυπωσιάζουν τον “ευάλωτο” Ελληνικό Λαό που του αρέσει “να του χαϊδεύουν τα αυτιά” με μισές αλήθειες  και λεονταρισμούς- αυτός  είναι και ο λόγος  που ακόμη και σήμερα, χρόνια  μετά  την καταστροφική εθνική πολιτική του Ανδρέα  Παπανδρέου που τώρα  “τελικά” σχεδόν αποτελειώνει την “εθνική ταυτότητα” και την “οικονομική αυτοδιάθεση” του  Ελληνικού Κράτους, υπάρχουν πάρα πολλοί  “Έλληνες” που συνειδητά τον λατρεύουν και τον θεωρούν “εθνικό σωτήρα”. Να μας χαιρόμαστε σαν “σύγχρονη κοινωνία” και σαν “σύγχρονο έθνος”!!!! Νομίζω ότι είναι καιρός να σοβαρευτούμε!!!

Τα  “εθνικιστικά” και “επαναστατικά” πολιτικά συνθήματα του  ΠΑΣΟΚ,  συνδέοντας τις επεκτατικές στρατιωτικές αλλά και οικονομικές βλέψεις του  ΝΑΤΟ με την οικονομική πολιτική της  Ε.Ο.Κ., είχε δύο στόχους. Ο πρώτος ήταν να δημιουργήσει σύγχυση στην πολιτική κρίση των  Ελλήνων όσον αφορά τον πραγματικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σχετικά με την οικονομική ανάπτυξη στην χώρας τους, και δεύτερο να  εισάγει ένα κλίμα  “αντιπαλότητας” και “αποστασίας” με γνώμονα την κοινή γραμμή των κρατών μελών της Ε.Ο.Κ. για  οικονομική πρόοδο και για μια  σταθερή πολιτική πορεία προς  μια Ομοσπονδία  των κρατών μελών της . Μετά το 1981, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου εκλέχτηκε Πρωθυπουργός  της Ελλάδας με το ΠΑΣΟΚ, οι ιδεολογικές διαφορές και οι πολιτικοί τριγμοί με το  ΝΑΤΟ  “δια μαγείας” εξαλείφτηκαν, ενώ η  “δυσλειτουργία” και η “δυσκαμψία” στις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα συνεχίστηκαν με σταθερούς και έντονους ρυθμούς, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου είχε αποδεχθεί η χώρα  να παραμείνει μόνιμο και ενεργό μέλος του  ΝΑΤΟ, αλλά και της  Ε.Ο.Κ..

Ο βασικός “πολιτικός συνδετικός κρίκος”  μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας υπήρξε ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής,  με την συντηρητική πολιτική παράταξη της  Νέας Δημοκρατίας. Λοιπόν ο Ανδρέας  Παπανδρέου, σαν ένας ταλαντούχος “πολιτικός ταχυδακτυλουργός”, επεδίωξε με  διάφορα πολιτικά “τερτίπια”  σαν Πρωθυπουργός, να υπονομεύσει το πολιτικό κύρος και την πολιτική επιρροή  του Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή στα πολιτικά   δρώμενα της  Ελλάδας. Το 1980, μετά την υπογραφή της  Συνθήκης προσχώρησης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο  Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία, γνωρίζοντας καλά ότι στις επερχόμενες εκλογές του 1981, η πολιτική του παράταξη, δηλαδή το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, θα ηττηθεί  από το ΠΑΣΟΚ και ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου θα αναδειχθεί  Πρωθυπουργός  της χώρας. Το Ελληνικό  Κοινοβούλιο εξέλεξε τον  Κωνσταντίνο Γ. Καραμανλή  Πρόεδρο της Ελληνικής  Δημοκρατίας στα μέσα του 1980, μια  θέση που  του παραχωρούσε αρκετές παρεμβατικές πολιτικές  δικαιοδοσίες με βάση του Ελληνικού  Συντάγματος  που είχε ψηφιστεί από το  Ελληνικό Κοινοβούλιο το 1975. Ο Ανδρέας  Παπανδρέου σαν Πρωθυπουργός την χώρας  ήταν λοιπόν υποχρεωμένος με βάση το Σύνταγμα να αποδεχθεί τις παρεμβατικές  εξουσίες του  Προέδρου της  Δημοκρατίας  σχετικά με τις πολιτικές  εξελίξεις της χώρας, δίνοντας  επίσης της εντύπωση στον  Ελληνικό Λαό ότι υπάρχει ένα  “συναινετικό πολιτικό κλίμα” στο Ελληνικό Κοινοβούλιο μεταξύ το κυβερνών “σοσιαλιστικό” πολιτικό του κόμμα  και την ισχυρή “συντηρητική” αντιπολίτευση της  Νέας  Δημοκρατίας, “όλα για χάρη” της πολιτικής σταθερότητας και οικονομικής προόδου της “πατρίδας” Ελλάδας. Τον  Μάρτιο του 1985, ενώ υπήρχε πολιτική συναίνεση και αποδοχή  από τα  δύο μεγάλα πολιτικά  κόμματα  του  Ελληνικού Κοινοβουλίου, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, να προταθεί ξανά ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής σαν Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας στις Προεδρικές  Εκλογές, ο Ανδρέας Παπανδρέου την τελευταία στιγμή πρότεινε για Πρόεδρο τον Αρεοπαγίτη Χρίστο Σαρτζετάκη, ενώ παράλληλα  ανακοίνωσε της πρόθεσή του για  αναθεώρηση του Ελληνικού  Συντάγματος  του 1975. Και στις δύο περιπτώσεις ο Ανδρέας Παπανδρέου βγήκε “νικηφόρος”, προσελκύοντας τις ψήφους των κεντρώων ή και  κεντρο-αριστερών πολιτικών κομμάτων του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Έτσι με δύο “έξυπνες” και “ταχυδακτυλουργικές” πολιτικές κινήσεις, ο  Ανδρέας Παπανδρέου αφαίρεσε την  Προεδρία από τον Κωνσταντίνο Γ. Καραμανλή, ενώ το αναθεωρημένο  Ελληνικό Σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1986 από το  Ελληνικό Κοινοβούλιο, αναίρεσε όλες τις παρεμβατικές πολιτικές  εξουσίες  του Προέδρου της  Δημοκρατίας, προσφέροντας έτσι στον Πρωθυπουργό της χώρας και φυσικά στον Ανδρέα Παπανδρέου τον “απόλυτο” κυβερνητικό και κρατικό έλεγχο!!!!

Η Ελλάδα  όταν αποδέχθηκε να λειτουργήσει  σαν μόνιμο μέλος της  Ευρωπαϊκής  Ένωσης, δεν μπορούσε μόνο να απολαμβάνει τις οικονομικές  διευκολύνσεις που  η  Κοινότητα της παρείχε, έπρεπε επίσης να  συμπράττει και μετά να ακολουθεί σε κανόνες και προγραμματισμούς που αφορούσαν την οικονομική και πολιτική πορεία του συνόλου των κρατών μελών  της  Ένωσης. Ο  Ανδρέας Παπανδρέου και η  “σοσιαλιστική” κυβέρνησή του “μετά χαράς” χρησιμοποίησαν και εκμεταλλεύτηκαν  τα πλεονεκτήματα  αυτής της οικονομικο-πολιτικής  διασύνδεσης, αλλά σε επίπεδο πραγματικής συνεργασίας και συναίνεσης, για μια κοινή οικονομική και πολιτική στρατηγική που κάποια στιγμή θα οδηγούσε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια  Ομοσπονδία Κρατών, ο  Ανδρέας Παπανδρέου σαν πολύ ικανός  “ταχυδακτυλουργός”  έστησε  πολλά εμπόδια, εξυπηρετώντας με αυτό τον τρόπο τα οικονομικά και πολιτικά  συμφέροντα των Αμερικανών  “προστατών” του!!! Για παράδειγμα, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου  δεν ακολούθησε πιστά την κοινή αναπτυξιακή πολιτική της Κοινότητας, ιδιαίτερα στον Αγροτικό Τομέα, που ήταν και το δυνατό οικονομικό χαρτί της Ελλάδας. Υπήρχε μια εισροή “δισεκατομμυρίων ευρώ” από την Ε.Ο.Κ. για την ανάπτυξη της Ελληνικής Γεωργίας, χρήματα που σε μεγάλο βαθμό  δεν επενδύθηκαν στην αγροτική οικονομία  της χώρας, αλλά “φαγώθηκαν” από φιλικά προσκείμενους προς την κυβέρνηση αγροτικούς συνεταιρισμούς, τοπικές  διοικήσεις, δημόσιους υπαλλήλους, γραμματείς υπουργείων, πολιτικούς, υπουργούς, υφυπουργούς, και πολλούς  άλλους  Έλληνες  “κοπρίτες”!!! Το αποτέλεσμα  ήταν “φυσικά” ότι στην δεκαετία του 80, όταν Πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, η Ελλάδα όλο και παρέκκλινε περισσότερο  από τον μέσο όρο οικονομικής ανάπτυξης των κρατών μελών  της  Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα ήθελα εδώ να αναφέρω ακόμη  ένα ιστορικό παράδειγμα  για την “εσκεμμένη” και  καλά  “οργανωμένη” γραμμή σύγκρουσης  του  Ανδρέα  Παπανδρέου με το Διευθυντήριο της  Ευρωπαϊκής  Κοινότητας, και που αφορούσε αίτημα  του  Έλληνα Πρωθυπουργού για περισσότερη οικονομική  ενίσχυση της χώρας, ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα. Τον Ιανουάριο του 1985, ο Ανδρέας Παπανδρέου απείλησε ευθέως τον  Ζακ Ντελόρ, Πρόεδρο  της  Ευρωπαϊκής  Κοινότητας, ότι η  Ελλάδα θα ασκούσε το βέτο της  για την είσοδο της  Ισπανίας και της Πορτογαλίας στην Ευρωπαϊκή  Ένωση αν δεν λάμβανε η χώρα του ένα μακρόπνοο πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης. Τελικά, τον Μάρτιο του 1985, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθιέρωσε τα  Μεσογειακά  Ολοκληρωμένα  Προγράμματα(Μ.Ο.Π.), προσφέροντας στην Ελλάδα οικονομική βοήθεια δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το 1993. Αυτό αποδεικνύει  συνεργασία  ή  ένα  πολιτικό εκβιασμό;;;;

“Αν δεν μπορείς να δακρύσεις, τότε δεν κατάλαβες το νόημα της ζωής!!!” (Οκτώβριος 2012)

 

hellas-into-bin

Η Ελλάδα σε ανακύκλωση!!!!