Οι Ελληνικές Βουλευτικές Εκλογές του 2009, ο καθρέφτης της σημερινής “Πολιτικής Κουλτούρας” της χώρας. (Μέρος Δ’)

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα την σημερινή “χαοτική” κατάσταση στην “Πολιτική Κουλτούρα” της Ελλάδας, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να καταγράψουμε, να διευκρινίσουμε και ν’ αναλύσουμε τα “πραγματικά συμβάντα”, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά που συνέβαλλαν στην ανεξαρτητοποίηση μέρους του σημερινού Ελληνικού γεωπολιτικού χώρου(Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, Κυκλάδες) από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οδηγώντας στην ίδρυση του πρώτου σύγχρονου Ελληνικού έθνους-κράτους το 1830. Αυτό που προκύπτει είναι το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της “επίσημης” Ελληνικής ιστοριογραφίας που αναφέρεται στον Ελληνικό Απελευθερωτικό Αγώνα που ουσιαστικά ξεκινάει στα τέλη του 18ου αιώνα, αποκρύπτει όλα εκείνα τα ιστορικά δεδομένα που αναδεικνύουν την μεγάλη έλλειψη συλλογικής εθνικής συνείδησης και αγωνιστικότητας από τους περισσότερους πρωταγωνιστές της “επανάστασης” κατά τον Οθωμανικό πολιτικό ζυγό των 400 χρόνων.

Το “πρώτο μέλημα” των αρχηγών των διαφόρων Ελληνικών “φατριών” που κατοικούσαν σε διάφορες περιοχές της σημερινής Ελληνικής Επικράτειας δεν ήταν η απελευθέρωση όλων των Ελλήνων κατοίκων από την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική ηγεμονία των Οθωμανών, αλλά η απομάκρυνση της τοπικής Οθωμανικής στρατιωτικο-πολιτικής εξουσίας από τα πατρογονικά τους εδάφη , έτσι ώστε οι ίδιοι(κοτζαμπάσηδες και καπεταναίοι) να την αντικαταστήσουν, συνεχίζοντας τον πολιτικό έλεγχο και την οικονομική εκμετάλλευση των ντόπιων πληθυσμών ακριβώς με τον ίδιο αυταρχικό και απολυταρχικό τρόπο όπως αυτό επικρατούσε με τους Οθωμανούς δυνάστες τους. Ένας από τους πιο σημαντικούς στρατιωτικούς της Ελληνικής Επανάστασης και ένας “σχετικά” εθνικόφρονας ηγέτης για εκείνη την “χαοτική” πολιτικά εποχή, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης(1794-1864), καταγράφοντας στα “Απομνήμονεύματά” του μια συζήτηση που είχε ο ίδιος μ’έναν άλλο πολύ ισχυρό Έλληνα στρατιωτικό ηγέτη, τον Ιωάννη Γκούρα(1771-1826), που και αυτός καταγόταν από την Στερεά Ελλάδα(Ρούμελη) και σαν τον Μακρυγιάννη ήταν πολιτικά πολύ φιλόδοξος αλλά και “παραδόπιστος”(σελ.15., ειδικό αφιέρωμα, “Το άλλο 21”, ελληνική εφημερίδα “Veto”, 28 Μαρτίου 2010), διατυπώνει το εξής του σχόλιο προς τον Γκούρα.”…Οι φίλοι σου και οι συγγενείς σου κυβερνήτες ταπικυρώνουν(καταλαμβάνουν γη και αγαθά). Τέλος πάντων εσύ κι ο Μαμούρης(επιστάτης) σου θα γίνης Μεμέτ Αλής εσύ(ο Μοχάμεντ Άλι ήταν ο τότε ισχυρός Τουρκο-Αλβανός ηγέτης της Αιγύπτου) και αυτός Μπραίμης( ο γιος του Μοχάμεντ Άλι της Αιγύπτου που προσπάθησε να καταπνίξει στρατιωτικά την Ελληνική Επανάσταση ακολουθώντας τις διαταγές του Οθωμανού Σουλτάνου). Κι’εμάς θα μας πάρετε είλωτες(δούλους). Να τη χέσω τέτια λεφτεριά, οπού θα κάμω εγώ εσένα πασιά(πασά) !…”(σελ.204., Τσιμπιδάρος, Βάσος, “Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα”, εκδόσεις “Ιωλκός”, Αθήνα, 2004) .

Πιστεύω ότι τα δύο πιο θανάσιμα ελαττώματα του σύγχρονου Έλληνα ή της σύγχρονης Ελληνίδας είναι η “προσωπική έπαρση” ή ο “εγωκεντρισμός” και η   απέχθεια για μια δημιουργική διαλεκτική σκέψη και συμπεριφορά. Με την προσωπική έπαρση κάνουμε τα πάντα για να “μυθοποιήσουμε” ή και να “αποστειρώσουμε” ότι μας αφορά εμάς προσωπικά, ενώ αυτή η έπαρση και ο εγωκεντρισμός μας αποξενώνει από μια διαλεκτική αντιμετώπιση της καθημερινής μας ζωής, είτε αυτό αφορά την αυτοκριτική ή την αυτογνωσία σε ατομικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. Και ο εγωκεντρισμός αλλά και η έλλειψη διαλεκτικής σκέψης έχουν ένα κοινό παρανομαστή που είναι το “ψέμα”, το “συνειδητό ψέμα” απέναντι στην “αντικειμενική υπαρξιακή πραγματικότητα” που μπορεί να καθρεφτίζει τις υπέροχες δημιουργικές δυνατότητες όλων των ανθρώπων, αλλά και τις αυτοκαταστροφικές. Το ψέμα το μαθαίνουμε πρώτα στο σπίτι μας   και σταδιακά γίνεται δεύτερη φύση μέσα από τις κοινωνικές μας συναναστροφές, την παιδεία μας(εντός και εκτός σχολείου) και των κατηχητικών οδηγιών των διαφόρων θρησκευτικών και πολιτικών “πνευματικών πατέρων”. Το “ψέμα” όμως παραμένει “ένα ψέμα”, που αντιπροσωπεύει μια τρομερή ασέβεια προς την “φύση πραγμάτων” της ζωής, ασέβεια προς την “ανθρώπινη φύση” μας και τελικά ασέβεια προς τους “συνανθρώπους” μας. Τελικά, το “ψέμα” είναι καταστροφικό προς όλες τις κατευθύνσεις και σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξής μας, ενώ βασική αιτία ή βασικό ερέθισμα του ψέματος είναι οι προσωπικές μας ανασφάλειες για την ταυτότητά μας, την φύση μας και τις ιδιότητές μας-προσωπικές ανασφάλειες που μας τις ενσταλάζουν οι πάντες γύρω μας από την στιγμή που θα γεννηθούμε!!!

Στην Σύγχρονη Επίσημη Ελληνική Ιστοριογραφία έχουν ειπωθεί πάρα, μα πάρα πολλά ψέματα, πάντα με τις οδηγίες του απολυταρχικού οικονομικο-πολιτικού καταστημένου της χώρας αλλά και με την άμεση και νόμιμη(συνταγματική) συνδρομή της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος. Μια Εκκλησία, όντως πολύ ισχυρή κοινωνικά, πολιτιστικά, οικονομικά αλλά και πολιτικά, διαθέτοντας τα μέσα να ελέγχει “ως ένα βαθμό” το ιστορικό υλικό που διδάσκεται στα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια, αποκλείοντας εκείνα τα ιστορικά συμβάντα και τις ιστορικές προσωπικότητες που θίγουν το απαρχαιωμένο “θρησκευτικό δόγμα” τους και τις κοινωνικο-πολιτικές παρεκκλίσεις τους όσον αφορά το “συλλογικό συμφέρον” και την “ομαλή εξέλιξη” της Σύγχρονης Ελληνικής Κοινωνίας. Παραλήψεις και αναλήθειες   έχουν διαπιστωθεί για ιστορικά γεγονότα όπως την δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, του Ιωάννη Καποδίστρια(1776-1831), τις προσωπικές οικονομικο-πολιτικές επιδιώξεις των “πατέρων” του Ελληνικού Έθνους, τον πολιτικό ρόλο που έπαιξε το Ελληνορθόδοξο ιερατείο στην Ελληνική Επανάσταση, τα πραγματικά πολιτικά αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, τα πραγματικά πολιτικά κίνητρα του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου(μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο), τους πραγματικούς Έλληνες Πολιτικούς Προδότες στην κατοχή της Κύπρου από την Τουρκία το 1974, και για εκατοντάδες άλλα “ακατονόμαστα” συμβάντα της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας. Πιστεύω ότι   βασική αιτία αυτής της   λογοκρισίας από το “επίσημο” Ελληνικό κράτος, από την “επίσημη” Ελληνική ακαδημαϊκή ηγεσία   και από την “επίσημη” Εκκλησία της Ελλάδας   ήταν ότι   σαν οι “επίσημοι”   θεσμοφύλακες του σύγχρονου Ελληνικού κράτους δεν ήθελαν οι σύγχρονοι Έλληνες πολιτικοί “πρωταγωνιστές” και “ήρωες” να εμφανίζονται στην Ελληνική Ιστοριογραφία σαν “μεσάζοντες” των   οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων των Μεγάλων Δυτικών Δυνάμεων στην περιοχή μας, θυσιάζοντας   την πολιτική και οικονομική αυτοδιάθεση της πατρίδας τους για να μπορέσουν οι ίδιοι προσωπικά ν’ απολαύσουν   ” ένα ξεροκόμματο από την πίτα της παγκόσμιας εξουσίας”. Δηλαδή, αυτά τα “απαγορευμένα” ιστορικά δεδομένα θ’ αποκάλυπταν   ότι η πλειοψηφία των   πρωταγωνιστών που   διαμόρφωσαν την εικόνα της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας   συνέχισαν να λειτουργούν σαν “ραγιάδες” και όχι σαν ελεύθεροι Έλληνες πολίτες που σέβονται τον χώρο τους και το έθνος τους.

Για να γίνω πιο σαφής με όσα έχω αναφέρει μέχρι τώρα, θα χρησιμοποιήσω 3 αποσπάσματα από κείμενα που έχουν συντάξει 3 Έλληνες πολίτες που αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικούς επαγγελματικούς χώρους αλλά που οι ίδιοι χρησιμοποιούν τον γραπτό λόγο για να εκφράσουν τα πολιτικά τους πιστεύω και την κοινωνική τους συνείδηση σαν Ελεύθερα άτομα και σαν Ελεύθεροι στοχαστές. Τα 3 αυτά αποσπάσματα αναφέρονται στην διαστρέβλωση της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας, και πιο συγκεκριμένα στην ιστορική διαστρέβλωση εκείνων των ιστορικών συγκυριών και ανθρώπινων συντελεστών που διαμόρφωσαν το εθνοαπελευθερωτικό πολιτικό κίνημα στον Ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα.

Ο Βάσος Τσιμπιδάρος που γεννήθηκε στην Μάνη το 1919, υπήρξε δημοσιογράφος   και ιστορικός συγγραφέας, αλλά πιο σημαντικά εκτέλεσε τον ρόλο του διευθυντού του Γραφείου Τύπου του Ελληνικού Κράτους στην Αντιβασιλεία του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού(1944-1946) όπως και του πολιτικού συνεργάτη με τα γραφεία τύπου πολλών Ελληνικών Πρεσβειών σε διάφορες χώρες. Αυτό σημαίνει ότι ο Βάσος Τσιμπιδάρος είχε λειτουργικές σχέσεις με τον κρατικό μηχανισμό της χώρας αλλά και με την “παντοδύναμη” Ελληνορθόδοξη Εκκλησιαστική Ηγεσία της Ελλάδας. Στο βιβλίο του, “Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα”, που πρώτα εκδόθηκε το 2001 από τις εκδόσεις “Ιωλκός”, διατυπώνει τα εξής στην εισαγωγή του.”…Αλλά εμείς στην Ελλάδα έχουμε μυθοποιήσει την Επανάσταση του 1821. Για να μάθει κανείς την αλήθεια, πρέπει να τελειώσει και το Γυμνάσιο και το Πανεπιστήμιο, να διαβάσει και να ερευνήσει μοναχός του. Τότε μόνον θα λυτρωθεί από τα κακόγουστα κείμενα της πατριδοκαπηλίας, όπου όλα εμφανίζονται ρόδινα, αέρινα και φυσικά ψεύτικα…”(σελ.13., Τσιμπιδάρος, Βάσος, “Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα”, εκδόσεις “Ιωλκός”, Αθήνα, 2004).

Ο Θεόδωρος Παναγόπουλος γεννήθηκε στην Κόρινθο, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εντάχθηκε στο δικαστικό σώμα όπου υπηρέτησε για πολλά χρόνια σαν δικαστής της Τακτικής Δικαιοσύνης. Τώρα σαν συνταξιούχος δικαστής, ασχολείται με την συγγραφή άρθρων, δοκιμίων και βιβλίων που αφορούν θέματα της Ιστορίας, της Θρησκειολογίας και των Κοινωνικών Επιστημών σχετικά με την σύγχρονη Ελλάδα. Με τον Θεόδωρο Παναγόπουλο έχουμε ένα υψηλόβαθμο κρατικό λειτουργό της δικαιοσύνης, ο οποίος διαθέτει πολύπλευρες γνώσεις για το κοινωνικό κύρος της Δικαστικής Εξουσίας αλλά και για το πως η δικαιοσύνη εφαρμόστηκε στο άμεσο παρελθόν και εφαρμόζεται σήμερα σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που αυτοαποκαλείτε σύγχρονη και δημοκρατική.

Ο Θεόδωρος Παναγόπουλος   στο βιβλίο του “Τα ψιλά γράμματα της Ιστορίας”, που εκδόδηκε το 2009 από τις εκδόσεις “Ενάλιος” και περιγράφει τις άγνωστες ιστορικές πτυχές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 σε 500 σελίδες, διατυπώνει την εξής άποψη στον πρόλογό του λέγοντας ότι “…Ο λόγος που έγραψα αυτό το βιβλίο είναι η ενόχληση που ένιωθα κάθε φορά, όταν πίσω από κάθε ιστορικό γεγονός διαπίστωνα, πολλές φορές, υποκρισία- κυρίως υποκρισία- ψέμματα, παραπληροφόρηση, διαστροφή των γεγονότων. Δεν έκρυψα ποτέ την δυσαρέσκειά μου για την απόκρυψη της αλήθειας από την επίσημη ιστορία και τους εκάστοτε διαμορφωτές της. Με ενοχλεί αφάνταστα το γεγονός ότι μας κρύβουν την αλήθεια. Σε μια δημοκρατική πολιτεία οι πολίτες θέλουν, δικαιούνται και πρέπει να ξέρουν την αλήθεια…”(σελ.16., Παναγόπουλος, Θεόδωρος, “Τα Ψιλά Γράμματα της Ιστορίας”, εκδόσεις “Ενάλιος”, Αθήνα, 2009).

Το τρίτο πρόσωπο είναι ο Πάνος Μπαίλης, ένας σύγχρονος δημοσιογράφος ο οποίος συνέταξε όλα τα κείμενα που αποτελούν ένα ειδικό αφιέρωμα της κυριακάτικης ελληνικής εφημερίδας “Veto” για την Ελληνική Εθνική Γιορτή που γιορτάζεται στις 25 Μαρτίου κάθε χρόνο, “τιμώντας” την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Το ειδικό αφιέρωμα της εφημερίδας “Veto”, αποτελείται από   16 σελίδες και διαθέτει ποικίλα άρθρα που καταθέτουν διάφορες πληροφορίες για την Ελληνική Επανάσταση του 1821 που δεν έχουν καταγραφεί από την Επίσημη Ελληνική Ιστοριογραφία. Είναι πληροφορίες που απομυθοποιούν τα ιστορικά γεγονότα και τους πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης και φυσικά “θέτουν υπό αμφισβήτηση” τα πρώτα κοινωνικο- πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά   θεμέλια του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. Η αξία των απόψεων και σκέψεων του Πάνου Μπαίλη βρίσκεται στο γεγονός ότι είναι ένας σχετικά νέος δημοσιογράφος και όχι ένας επαγγελματίας ιστορικός ή ακαδημαϊκός. Στο εισαγωγικό του άρθρο εκφράζει τα ακόλουθα.”…Και φρόντισαν αυτή την κομμένη και ραμμένη Ιστορία να τη διδάξουν( και τη διδάσκουν ακόμα) στις νέες γενιές, οι οποίες δεν θα μάθουν ίσως ποτέ επισήμως ότι πρόσωπα, ομάδες, οικογένειες και ολόκληρες περιοχές πλιατσικολόγησαν, βίασαν, δολοφόνησαν, συκοφάντησαν, πλούτισαν παράνομα και απάνθρωπα. Που εξοβέλισαν καθετί που “ξεβόλευε” την τάξη των κοτζαμπάσηδων, τους μεγαλοσχήμενους κληρικούς, την ίδια την Εκκλησία, αλλά και ότι τραυμάτιζε την εικόνα των ηρώων-πρωταγωνιστών της Επανάστασης…” (σελ.2., Μπαίλης, Πάνος, ειδικό αφιέρωμα, ελληνική κυριακάτικη εφημερίδα “Veto”, 28 Μαρτίου 2010).

Αυτοί οι τρεις διαφορετικοί συντάκτες αυτών των κειμένων που “από κοινού” περιγράφουν με “μελανά   χρώματα” όχι μόνο την αξιοπιστία της Επίσημης Ελληνικής Ιστοριογραφίας αλλά και του Σύγχρονου Ελληνικού Κράτους γενικότερα, δεν νομίζω ότι σκοπός τους είναι το προσωπικό συμφέρον ή κάποια ανθελληνική προπαγάνδα, ίσα ίσα, οι ίδιοι συνειδητά βάζουν τον εαυτό τους “στο στόχαστρο” της κρατικής εξουσίας και του μεγαλύτερου μέρους της “μορφωμένης” Ελληνικής Κοινωνίας που στο σύνολό τους ενστερνίζονται ένα τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς που βασίζονται στο ψέμα, στην υποκρισία, στην διπλωματία, στην μυθοπλαστία, στον φιλοτομαρισμό και στην ασέβεια προς την ίδια την ζωή!!! Οι τρεις αυτοί συντάκτες είναι λοιπόν διατεθειμένοι να ρισκάρουν την κοινωνική και επαγγελματική τους θέση για χάρη της “ιστορικής αλήθειας”, γιατί βαθιά μέσα τους πιστεύουν   ότι μόνο μέσα από την ιστορική αυτογνωσία και αυτοκριτική, ο σύγχρονος Έλληνας και η   σύγχρονη Ελληνίδα θα μπορέσουν “να ξεφορτωθούν από πάνω τους και από μέσα τους” όλη αυτή την αφύσικη ανθρώπινη σαπίλα και υπαρξιακή διαστρέβλωση που κληρονόμησαν από τους “βάρβαρους” σύγχρονους προγόνους τους και καθοδηγητές τους. Τελικά αυτοί οι τρεις διαφορετικοί συντάκτες θέλουν τον Έλληνα πολίτη ελεύθερο, υγιή και δημιουργικό!!!

Μια εξαίρετη αναφορά για το πόσο σημαντική είναι “η   αλήθεια” στην ποιότητα της κοινωνικής μας ζωής είναι αυτή του Ιησού Χριστού που την εκφράζει στους μαθητές του. Αυτή η αναφορά βρίσκεται στο απόκρυφο γνωστικό Ευαγγέλιο του Θωμά, στο Λόγιον 33 όπου ο Χριστός λέει τα εξής.”…Αυτό που ακούς από ένα αφτί, πες το σε κάποιο άλλο αφτί, διακήρυξέ το πάνω στις στέγες. Κανείς δεν ανάβει το λυχνάρι για να το βάλει κάτω από την καπνοδόχο ή σε κάποιο κρυφό μέρος, αλλά το βάζει πάνω στο λυχνοστάτη προκειμένου, από μέσα και από έξω, να βλέπουν το φως του…”σελ.131., Λελού, Ζαν-Ιβ, “Κατά Θωμάν Ευαγγέλιο”, μετάφραση από τα γαλλικά: Δέσποινα Παπαθανασοπούλου, εκδόσεις “Ενάλιος”, Αθήνα, 2006).

Στο επόμενο μέρος του άρθρου μας με θέμα την “Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα” θα εξετάσουμε τα πραγματικά ιστορικά συμβάντα και τις πραγματικές προσωπικότητες των πρωταγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, κατανοώντας έτσι καλύτερα γιατί σήμερα σαν χώρα και σαν έθνος βρισκόμαστε σ’ ένα “ιστορικό αδιέξοδο” που τελικά δεν γνωρίζουμε ακριβώς που θα μας οδηγήσει.

Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο μέρος του άρθρου μας για την Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα, θα περιγράφουμε κάθε φορά μια ιστορική προσωπικότητα Ελληνικής καταγωγής που προσέφερε δημιουργικά στην αναστήλωση και στην εξέλιξη της σύγχρονης Ελληνικής πραγματικότητας, βασιζόμενη στα πνευματικά της χαρίσματα, στην ελεύθερη σκέψη της και στην Ελληνική “πολιτιστική συνείδησή” της. Είναι οι ιστορικές προσωπικότητες που το Ελληνικό Κοινωνικό Κατεστημένο και μια “σκοταδιστική” και “βάρβαρη” Ελληνική Κοινωνία στην πλειονότητά της τις έβαλε στο περιθώριο ή και τις καταδίωξε.

Σήμερα, θ’ αναφερθούμε στην Μαντώ Μαυρογένους, τον πιο αγνό και γνήσιο αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, και χρησιμοποιώ τις λέξεις “αγνό και γνήσιο αγωνιστή”(αρσενικού γένους) για να τονίσω την υπεροχή της Μαντώς σε σχέση με τους άντρες πρωταγωνιστές αυτής της Επανάστασης.

Η Μαντώ Μαυρογένους γεννήθηκε το 1796 στην Τεργέστη της Ιταλίας που εκείνη την εποχή ανήκε στην Αυτοκρατορία της Αυστρίας. Ο πατέρας της, ο Νικόλαος Μαυρογένους ήταν μεγαλέμπορος σ’ αυτήν την Ευρωπαϊκή περιοχή αλλά παράλληλα διετέλεσε μέλος της Φιλικής Εταιρίας στην οποία και μύησε και την κόρη του (σελ.1.http://www.paidika.gr/index.php?). Η οικογένεια της Μαντώ Μαυρογένους για πολλές γενιές είχε μεγάλη οικονομική και πολιτική επιρροή στις επικράτειες της Αυστριακής αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1809, η Μαντώ μετανάστευσε στην Πάρο με την οικογένειά της, όπου έμαθε από τον πατέρα της ότι η Φιλική Εταιρία έκανε τις προετοιμασίες για να ξεκινήσει ο Ελληνικός Απελευθερωτικός Αγώνας. Το 1818, μετά τον θάνατο του πατέρα της, η Μαντώ έφυγε για την Τήνο και μετά εγκαταστάθηκε στην Μύκονο για να συμμετάσχει ενεργά σαν οργανωτής και αγωνιστής στις μάχες των Ελλήνων κατά των Τούρκων κατακτητών τους.

Λόγω της αριστοκρατικής καταγωγής της, η Μαντώ Μαυρογένους μεγάλωσε σ’ ένα πολιτισμένο οικογενειακό περιβάλλον όπου οι ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού επικρατούσαν σαν γνώμονες ζωής και εξέλιξης. Η Μαντώ έκανε μελέτες Ελληνικής Φιλοσοφίας και Ιστορίας σε κολέγιο της Τεργέστης, ενώ μιλούσε άπταιστα τα Γαλλικά, τα Ιταλικά και τα Τουρκικά. Ήταν μια μορφωμένη Ελληνίδα κοσμοπολίτισσα που ταξίδευε συχνά σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες (σελ.1-2. http://en.wikipedia.org/wiki/Manto_Mavrogenous).

Αρχικά, με δικά της λεφτά, επάνδρωσε δύο καράβια με κανόνια και οπλισμένους ναύτες- καράβια που εκείνη προσωπικά κουμάνταρε, αποκρούοντας επιθέσεις πειρατών και Τούρκων Οθωμανών που πραγματοποιούσαν σε διάφορα νησιά των Κυκλάδων όπως την Πάρο και την Μύκονο. Η Μαντώ επίσης χρηματοδότησε μικρές ομάδες στρατιωτών για να βοηθήσουν στην άλωση της Τρίπολης από τους Έλληνες Επαναστάτες, όπως επίσης και συντηρούσε οικονομικά πολλές οικογένειες αγωνιστών. Το 1822 η ίδια απέκτησε ένα στόλο από έξη καράβια και τα επάνδρωσε με 16 ομάδες πεζικού, όπου η κάθε ομάδα απαρτιζόταν από 50 στρατιώτες. Το πολεμικό αυτό δυναμικό με αρχηγό την Μαντώ Μαυρογένους, έδωσαν μάχες στην Κάρυστο και στην Χίο, ενώ πάλι η ίδια χρηματοδότησε άλλους 50 πολεμιστές για βοηθήσουν τον Νικηταρά στην επίθεση των Ελλήνων κατά των Τούρκων Οθωμανών στα Δερβενάκια στην Πελοπόννησο το 1822. Όταν ο Οθωμανικός στόλος επανεμφανίστηκε στις Κυκλάδες, η Μαντώ προσέλαβε και όπλισε άλλους 200 πολεμιστές και οι οποίοι πολέμησαν τους Τούρκους στα νησιά αλλά και σε άλλα μέρη του Ελλαδικού χώρου όπως στο Πήλιο, στην Φθιώτιδα και στην Λιβαδειά της Κεντρικής Ελλάδας. Για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει την τελευταία ομάδα των Ελλήνων πολεμιστών όπως και για να στηρίξει οικονομικά τους 2,000 Έλληνες που είχαν επιβιώσει από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου από τις Οθωμανικές στρατιωτικές επιθέσεις το 1822, η Μαντώ Μαυρογένους αναγκάστηκε να πουλήσει όλα τα κοσμήματά της εφόσον είχε πλέον καταναλώσει όλη την χρηματική της περιουσία που ήταν τεράστια (σελ. 2. http://en.wikipedia.org./wiki/Manto_Mavrogenous). Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ένα ιστορικό δεδομένο εκείνης της εποχής που νομίζω λίγοι σύγχρονοι Έλληνες το γνωρίζουν, και είναι το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι Έλληνες “αγωνιστές” που πολέμησαν κατά των Τούρκων Οθωμανών στον Ελλαδικό χώρο τότε, το έπρατταν μόνο “επί πληρωμής”, την “διεκδίκηση λαφύρων” ή και “υλικών αγαθών” είτε από τους Τούρκους κατοίκους είτε ακόμη από τους Έλληνες κατοίκους που βρισκόντουσαν αντίθετοι με τα ηγεμονικά τους σχέδια. Στην πραγματικότητα, όλοι αυτοί οι μαχόμενοι “ήρωες”, από τον πιο υψηλόβαθμο αξιωματικό μέχρι και τον πιο απλό στρατιώτη, λειτούργησαν σαν “ιδιοτελείς μισθοφόροι” και “αρπακτικά”. Μετρημένοι στα δάκτυλα ήταν οι Έλληνες “πολεμιστές” που έκαναν μάχη αφιλοκερδώς   και για την πίστη τους σε μια ανεξάρτητη Ελληνική Πατρίδα. Ένας από αυτούς τους υπέροχους, έντιμους και δοξασμένους αγωνιστές ήταν και η Μαντώ Μαυρογένους, μια “απελευθερωμένη γυναίκα” με κοινωνική συνείδηση   και προοδευτικές πολιτικές αρχές.

Η Μαντώ Μαυρογένους δεν ήταν μόνο η αγωνίστρια που είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία για να στρατολογήσει πολεμιστές, για ν’ αγοράσει πολεμικά καράβια και για να οπλίσει τις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις που έδιναν την μάχη κατά του Οθωμανού δυνάστη, αλλά και η ίδια προσωπικά συμμετείχε σ’ αυτές τις μάχες, συμμετείχε στις πολεμικές αποφάσεις του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών, όπως επίσης υπήρξε   η μόνη γυναίκα αντιπρόσωπος στην Συνέλευση της Τροιζήνας το 1827 και στην Συνέλευση του Άργους το 1829, συνελεύσεις που ουσιαστικά έθεσαν τα θεσμικά πλαίσια για ένα νεο-σύστατο Ελληνικό έθνος-κράτος που σύντομα θα εγκαθιδρυόταν (1830) (σελ.2.http://whitewomenfront.blogspot.com./2008/02/m.htm).

Ένα άλλο πολύ σημαντικό ιστορικό στοιχείο σχετικά με την προσωπική ζωή της Μαντώς Μαυρογένους ήταν η ανοιχτή ερωτική σχέση που διατηρούσε   με τον Δημήτριο Υψηλάντη (1793-1832), σημαντικό πολιτικό πρόσωπο και στρατάρχη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο Δημήτριος Υψηλάντης καταγόταν από την ισχυρή Φαναριώτικη οικογένεια των Υψηλαντών   και είχε υπηρετήσει στον Ρωσικό στρατό, λαμβάνοντας μέρος στους Ναπολεόντειους πολέμους (σελ.2. http://argolikivivliothiki.gr/2009/03/09/υψηλάντης-δημήτριος-1793-1832). Η Μαντώ Μαυρογένους ήθελε πολύ να παντρευτεί τον Δημήτριο Υψηλάντη, αλλά εκείνος όπως και η στρατιωτικο- πολιτική   ηγεσία της Επανάστασης που ήταν όλοι άντρες και που ζούσαν μέσα σε μια ανδροκρατούμενη, πολύ συντηρητική και αναχρονιστική Ελληνική κοινωνία, σύντομα την έβαλαν στο περιθώριο. Οι ίδιοι φοβήθηκαν το πολιτικό κύρος της Μαντώς Μαυρογένους και την πολιτική επιρροή που αυτή θα μπορούσε ν’ ασκήσει σαν ένα δυναμικό και ελεύθερα σκεφτόμενο άτομο στην κοινωνικο- πολιτική διαμόρφωση του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Νομίζω ότι αυτός είναι και ο λόγος που δεν υπάρχει καμία αναφορά σ’ αυτήν την υπέροχη Ελληνίδα γυναίκα και αγωνίστρια στο Αναγνωστικό της Σύγχρονης Ιστορίας του Κόσμου (από το 1815 έως σήμερα) της τελευταίας τάξης του Γενικού Λυκείου, ενώ είμαι σχεδόν σίγουρος πως η ηγεσία της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας “έχει βάλει το χεράκι της” εφόσον με βάση του Ελληνικού Συντάγματος αυτή η “θρησκευτική ηγεσία” διαθέτει το δικαίωμα της εποπτείας και της διαμόρφωσης του διδακτικού υλικού όλων των δημοσίων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Το Υπουργείο Παιδείας μιας χώρας σαν την δική μας, που παρουσιάζεται στο εξωτερικό σαν “σύγχρονη” και “δημοκρατική”, ενώ καυχιέται πως ανήκει στην Δύση και είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επίσημα και συνταγματικά ονομάζεται Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Να τους χαιρόμαστε και να μας χαιρόμαστε!!!

Η Μαντώ Μαυρογένους υπήρξε τόσο άμεση, αληθινή και έντιμη σαν άτομο που στην Συνέλευση της Τροιζήνας το 1827, έθεσε ανοιχτά σε όλους τους   Έλληνες αξιωματούχους(όλοι άνδρες) το θέμα της ανέντιμης συμπεριφοράς του αρχιστράτηγου Δημήτριου Υψηλάντη προς την αγαπημένη σύντροφό του(Μαντώ) που είχε προσφέρει τα πάντα για την πατρίδα αλλά και για τον “έρωτα”!!! Η κοινωνική ανταπόκριση σ’ αυτήν την ελεύθερη, δημιουργική και γενναιόδωρη στάση ζωής ήταν ότι ακόμη και η ίδια η μητέρα της Μαντώς και η αδερφή της να την αποκηρύξουν (http://www.books.google.gr/books?id=Women and War), ενώ οι στρατιωτικο-πολιτικοί ηγέτες της Επανάστασης να την εξορίσουν στην Πάρο, προσφέροντάς της 30 γρόσια το μήνα για την αυτοσυντήρησή της, ενώ η ίδια είχε προσφέρει για τον Απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων 700,000 γρόσια, δηλαδή μια αμύθητη περιουσία(σελ.2. http://www.mykonostour.com/greek/mykonos_history/manto_mavrogen)

Η Μαντώ Μαυρογένους πέθανε στην Πάρο το 1840 από μια επιδημία, οικονομικά εξαθλιωμένη και σχεδόν χωρίς κανένα οικονομικό πόρο, νοικιάζοντας μια κάμαρα του ερειπωμένου σπιτιού της για να μπορέσει να επιβιώσει. Πέθανε μόνη της, λησμονημένη από τους “φίλους αγωνιστές” και “φίλους πατριώτες”, αλλά και από τους “στενούς συγγενείς” της (σελ.1 http://el.wikipedia.org/wiki/Μαντώ_Μαυρογένους). Αυτό λοιπόν είναι   ένα μικρό κομμάτι της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορικής Πραγματικότητας. Να την Χαιρόμαστε!!!

Η Μαντώ Μαυρογένους δεν υπήρξε μόνο μια πραγματική πατριώτισσα, μαχητική και αγωνίστρια, που έδωσε ότι πιο πολύτιμο διέθετε για την ιδέα της Ελευθερίας του Ελληνικού Έθνους αλλά επίσης λειτούργησε σαν μια απελευθερωμένη γυναίκα που θα μπορούσε να θεωρηθεί πρωτοπόρος για εκείνη την εποχή ακόμη και στην “πολιτισμένη” και “φιλελεύθερη” Δύση. Γι’ αυτό και εμείς θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα από μια επιστολή που έστειλε η Μαντώ στις γυναίκες της άρχουσας τάξης της Γαλλίας το 1825, για να τις ευαισθητοποιήσει και για να τις προσεγγίσει στον δίκαιο Απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων κατά των Οθωμανών δυναστών τους.

“…Η αγάπη για την πατρίδα μου, η αφοσίωση στην θρησκεία μου, η δίψα για δίκαια εκδίκηση, έχουν ξεσηκώσει την ψυχή μου και μου ’χουν δώσει το πάθος για τις μάχες. Ποθώ μια μέρα μάχης όπως εσείς λαχταράτε την ώρα ενός χορού. Γενικά, δεν διαφέρουμε μεταξύ μας μόνο στις έμφυτες χαρές που μας δώρισε ο Θεός, αλλά διαφέρουμε ακόμα και στον τρόπο που τις χρησιμοποιούμε. Εσείς τις χρησιμοποιείτε ενάντια στον προορισμό σας και ανήκετε στην κοινωνία των παθητικών ατόμων. Πιο ευτυχισμένη από εσάς, εγώ τις χρησιμοποιώ όπου είναι αναγκαίο και δίκαιο, κι αυτές μου ανταποδίδουν δόξα, υποταγές, απεριόριστες χαρές…Εσείς δεν βλέπετε τους άντρες παρά μόνο σαν θαυμαστές της ομορφιάς σας. Εγώ δεν τους βλέπω παρά μόνο σαν   στηρίγματα της πατρίδας μου…” (σελ.2 http://whitewomenfront.blogspot.com/2008/02/m.htm).

 

manto_mavrogenous

Μαντώ Μαυρογένους (1796-1840)
Μια πραγματικά ελεύθερη γυναίκα